ἱερουργός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱερουργός''': ὁ (*[[ἔργω]]) θυσιάζων [[ἱερεύς]], [[θύτης]], Καλλ. Ἀποσπ. 450 (ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ [[ἱεροεργός]]), Ἀμμώνιος σ. 92. - Ἐν Ἐπιγραφ. Κρήτης (Mus. It. III, σ. 697) ἀπαντᾷ καὶ [[τύπος]] ἱεροργός.
|lstext='''ἱερουργός''': ὁ (*[[ἔργω]]) θυσιάζων [[ἱερεύς]], [[θύτης]], Καλλ. Ἀποσπ. 450 (ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ [[ἱεροεργός]]), Ἀμμώνιος σ. 92. - Ἐν Ἐπιγραφ. Κρήτης (Mus. It. III, σ. 697) ἀπαντᾷ καὶ [[τύπος]] ἱεροργός.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui accomplit un sacrifice, une cérémonie religieuse.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[ἔργον]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερουργός Medium diacritics: ἱερουργός Low diacritics: ιερουργός Capitals: ΙΕΡΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: hierourgós Transliteration B: hierourgos Transliteration C: ierourgos Beta Code: i(erourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A sacrificing priest, Call.Fr.450 (in Ep. form ἱεροεργός), Ammon.Diff.p.90 V.; ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾶς, members of a religious college, IG12(7).241.3 (Amorgos, iii B.C.): Dor. ἱερω[ργός] prob. in Schwyzer 288.91 (Rhodes, iii/ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1243] heiligen Dienst verrichtend, opfernd, Callim. frg. 450.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερουργός: ὁ (*ἔργω) θυσιάζων ἱερεύς, θύτης, Καλλ. Ἀποσπ. 450 (ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ ἱεροεργός), Ἀμμώνιος σ. 92. - Ἐν Ἐπιγραφ. Κρήτης (Mus. It. III, σ. 697) ἀπαντᾷ καὶ τύπος ἱεροργός.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui accomplit un sacrifice, une cérémonie religieuse.
Étymologie: ἱερός, ἔργον.