ἐνδημέω: Difference between revisions
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνδημέω''': Δωρ. ἐνδᾱμέω, [[διαμένω]], [[διατρίβω]] ἔν τινι τόπῳ λέγοντες ὅτι οὐδὲν ἐλάττω χρόνον Πολύαινος ἐνδημοίη Λυσ. 114. 36, Συλλ. Ἐπιγρ. 2357β· [[μέχρι]] ἂν ἐνδημῶσιν οἱ πρέσβεις [[Αἰνείας]] Τακτ. 10. σ. 3· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀποδημῶ, τῶν γὰρ Ἀθανασίου συμμετέσχεν ἱδρώτων, καὶ ἐνδημοῦντι καὶ ἀποδημοῦντι συνῆν Θεοδωρήτου Ἐκκλ. Ἱστ. 4· μεταφ., ὁ Θεὸς ἐνδεδήμηκεν εἰς τὴν ἐμὴν ψυχὴν Χαρίτων 6. 3, πρβλ. Ἐπιστ. Β΄ π. Κορ. ε΄, 6 καὶ 8. | |lstext='''ἐνδημέω''': Δωρ. ἐνδᾱμέω, [[διαμένω]], [[διατρίβω]] ἔν τινι τόπῳ λέγοντες ὅτι οὐδὲν ἐλάττω χρόνον Πολύαινος ἐνδημοίη Λυσ. 114. 36, Συλλ. Ἐπιγρ. 2357β· [[μέχρι]] ἂν ἐνδημῶσιν οἱ πρέσβεις [[Αἰνείας]] Τακτ. 10. σ. 3· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀποδημῶ, τῶν γὰρ Ἀθανασίου συμμετέσχεν ἱδρώτων, καὶ ἐνδημοῦντι καὶ ἀποδημοῦντι συνῆν Θεοδωρήτου Ἐκκλ. Ἱστ. 4· μεταφ., ὁ Θεὸς ἐνδεδήμηκεν εἰς τὴν ἐμὴν ψυχὴν Χαρίτων 6. 3, πρβλ. Ἐπιστ. Β΄ π. Κορ. ε΄, 6 καὶ 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être établi <i>ou</i> séjourner dans un pays.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], δημέω. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. ἐνδᾱμέω,
A live at or in a place, Lys.9.5, IG12(5).534.6 (Ceos, ii B. C.); simply, stay, remain in a place, μέχρις ἂν ἐνδημῶσιν οἱ πρέσβεις Aen.Tact.10.11; ἐνδημῶν καὶ ἀποδημῶν Mitteis Chr.284.3 (ii B. C.), etc.: metaph., ὁ θεὸς ἐνδεδήμηκεν εἰς τὴν ἐμὴν ψυχήν Charito6.3; ἐ. ἐν τῷ σώματι, πρὸς τὸν Κύριον, 2 Ep.Cor.5.6,8.
German (Pape)
[Seite 833] im Lande sein, daheim sein, Lys. 9, 5 u. Sp. – Auch übertr., ἐνδεδήμηκεν ὁ θεὸς εἰς τὴν ἐμὴν ψυχήν Charit. 6, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδημέω: Δωρ. ἐνδᾱμέω, διαμένω, διατρίβω ἔν τινι τόπῳ λέγοντες ὅτι οὐδὲν ἐλάττω χρόνον Πολύαινος ἐνδημοίη Λυσ. 114. 36, Συλλ. Ἐπιγρ. 2357β· μέχρι ἂν ἐνδημῶσιν οἱ πρέσβεις Αἰνείας Τακτ. 10. σ. 3· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀποδημῶ, τῶν γὰρ Ἀθανασίου συμμετέσχεν ἱδρώτων, καὶ ἐνδημοῦντι καὶ ἀποδημοῦντι συνῆν Θεοδωρήτου Ἐκκλ. Ἱστ. 4· μεταφ., ὁ Θεὸς ἐνδεδήμηκεν εἰς τὴν ἐμὴν ψυχὴν Χαρίτων 6. 3, πρβλ. Ἐπιστ. Β΄ π. Κορ. ε΄, 6 καὶ 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être établi ou séjourner dans un pays.
Étymologie: ἐν, δημέω.