ἔξειμι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔξειμι''': ([[εἶμι]]) Ἐπικ. β΄ ἑνικ., [[ἔξεισθα]], ἴδε κατωτ.: Ἀττ. προστ. [[ἔξει]], ἀντὶ ἔξιθι, Ἀριστοφ. Νεφ. 633: ἀπαρ. ἐξιέναι, καὶ παρὰ Μάχωνι ἐν Ἀθην. 580C ἐξίναι: κεῖται ὡς Ἀττ. μέλλ. τοῦ [[ἐξέρχομαι]], ἀλλὰ [[μετὰ]] παρατ. ἐξῄειν, Ἰων. [[ἐξήϊα]] Ἡρόδ. 2. 139. Ἐξέρχομαι [[κυρίως]] ἐκ τῆς οἰκίας, Ὅμ. τὸ πλεῖστον ἐν τῇ Ὀδ., ἀτὰρ οὐκ [[ἔξεισθα]] [[θύραζε]]; Υ. 179· [[μετὰ]] γεν. τόπου, ἐξιέναι μεγάρων Α. 374· τῆς χώρας Σοφ. Ο. Κ. 909· [[οὕτως]], ἐκ τῆς χώρης Ἡρόδ. 1. 94· ἀλλ’, ἐξ, ἐκ τῶν ἱππέων, ἐξέρχεσθαι ἐκ τῆς τάξεως τῶν ἱππέων, οἱ δὲ ἀγαθοεργοί εἰσι τῶν ἀστῶν, ἐξιόντες ἐκ τῶν ἱππέων αἰεὶ οἱ πρεσβύτατοι [[αὐτόθι]] 67· ἐξ ἀρχῆς ἐξ. Δίων. Κ. 60. 10. 2) νῦν δ’ εἰς ἔλεγχον ἐξιών, ὑποβάλλων εἰς ἔλεγχον (τοὺς λόγους καὶ τὰς πράξεις τῶν ἀνθρώπων ἐν τῷ βίῳ), Σοφ. Φιλ. 98, Ἀποσπ. 92· λόγων... εἰς ἅμιλλαν ἐξιὼν Εὐρ. Ἀποσπ. 347. 3) ἀπολ., [[ἔξει]] τὸν ἀσκάντην λαβὼν Ἀριστοφ. Νεφ. 633· ἰδίως [[ἐξέρχομαι]] [[μετὰ]] στρατοῦ, Θουκ. 5. 13, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 20, κτλ. οἱ ἐξιόντες Θουκ. 1. 95: - οὕτω [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ἐκδήμους στρατείας οὐκ ἐξῄεσαν [[αὐτόθι]] 15· πολλοὺς ἀγῶνας ἐξ. Σοφ. Τρ. 159· ἐξόδους ἐξ., ἐξέρχεσθαι [[μετὰ]] πομπῆς, Δημ. 1182. 27· ἐξ. ὑστάτην ὁδὸν Εὐρ. Ἄλκ. 610· ἐξ. τὴν ἀμφίαλον (ἐνν. ὁδὸν) Ξεν. Ἑλλην. 4, 2, 13· τὰς πύλας Ἀθήν. 351D· 4) [[ἐξέρχομαι]], [[παρουσιάζομαι]] εἰς τὴν σκηνήν, ἀλλ’ οὑξιὼν πρώτιστα μέν μοι τὸ γένος εἶπ’ ἂν εὐθὺς τοῦ δράματος Ἀριστοφ. Βάτρ. 946. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, συμβεβηκότος ἢ πάθους, [[παρέρχομαι]], [[λήγω]], ὡς ὧν ὁ [[χρόνος]] [[οὗτος]] ἐξήϊε Ἡρόδ. 2. 139· λαμβάνει γὰρ οὗν [[ὕπνος]] μ’ [[ὅταν]] περ τὸ κακὸν ἐξίῃ τόδε, [[ὅταν]] παρέρχηται, Σοφ. Φιλ. 767· τῆς ἀρχῆς ἐξιούσης Λυσ. 114. 41· [[ὅποι]] ἔξεισι τὰ ἴχνη, λήγουσι, Ξεν. Κυν. 8, 3.
|lstext='''ἔξειμι''': ([[εἶμι]]) Ἐπικ. β΄ ἑνικ., [[ἔξεισθα]], ἴδε κατωτ.: Ἀττ. προστ. [[ἔξει]], ἀντὶ ἔξιθι, Ἀριστοφ. Νεφ. 633: ἀπαρ. ἐξιέναι, καὶ παρὰ Μάχωνι ἐν Ἀθην. 580C ἐξίναι: κεῖται ὡς Ἀττ. μέλλ. τοῦ [[ἐξέρχομαι]], ἀλλὰ [[μετὰ]] παρατ. ἐξῄειν, Ἰων. [[ἐξήϊα]] Ἡρόδ. 2. 139. Ἐξέρχομαι [[κυρίως]] ἐκ τῆς οἰκίας, Ὅμ. τὸ πλεῖστον ἐν τῇ Ὀδ., ἀτὰρ οὐκ [[ἔξεισθα]] [[θύραζε]]; Υ. 179· [[μετὰ]] γεν. τόπου, ἐξιέναι μεγάρων Α. 374· τῆς χώρας Σοφ. Ο. Κ. 909· [[οὕτως]], ἐκ τῆς χώρης Ἡρόδ. 1. 94· ἀλλ’, ἐξ, ἐκ τῶν ἱππέων, ἐξέρχεσθαι ἐκ τῆς τάξεως τῶν ἱππέων, οἱ δὲ ἀγαθοεργοί εἰσι τῶν ἀστῶν, ἐξιόντες ἐκ τῶν ἱππέων αἰεὶ οἱ πρεσβύτατοι [[αὐτόθι]] 67· ἐξ ἀρχῆς ἐξ. Δίων. Κ. 60. 10. 2) νῦν δ’ εἰς ἔλεγχον ἐξιών, ὑποβάλλων εἰς ἔλεγχον (τοὺς λόγους καὶ τὰς πράξεις τῶν ἀνθρώπων ἐν τῷ βίῳ), Σοφ. Φιλ. 98, Ἀποσπ. 92· λόγων... εἰς ἅμιλλαν ἐξιὼν Εὐρ. Ἀποσπ. 347. 3) ἀπολ., [[ἔξει]] τὸν ἀσκάντην λαβὼν Ἀριστοφ. Νεφ. 633· ἰδίως [[ἐξέρχομαι]] [[μετὰ]] στρατοῦ, Θουκ. 5. 13, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 20, κτλ. οἱ ἐξιόντες Θουκ. 1. 95: - οὕτω [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ἐκδήμους στρατείας οὐκ ἐξῄεσαν [[αὐτόθι]] 15· πολλοὺς ἀγῶνας ἐξ. Σοφ. Τρ. 159· ἐξόδους ἐξ., ἐξέρχεσθαι [[μετὰ]] πομπῆς, Δημ. 1182. 27· ἐξ. ὑστάτην ὁδὸν Εὐρ. Ἄλκ. 610· ἐξ. τὴν ἀμφίαλον (ἐνν. ὁδὸν) Ξεν. Ἑλλην. 4, 2, 13· τὰς πύλας Ἀθήν. 351D· 4) [[ἐξέρχομαι]], [[παρουσιάζομαι]] εἰς τὴν σκηνήν, ἀλλ’ οὑξιὼν πρώτιστα μέν μοι τὸ γένος εἶπ’ ἂν εὐθὺς τοῦ δράματος Ἀριστοφ. Βάτρ. 946. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, συμβεβηκότος ἢ πάθους, [[παρέρχομαι]], [[λήγω]], ὡς ὧν ὁ [[χρόνος]] [[οὗτος]] ἐξήϊε Ἡρόδ. 2. 139· λαμβάνει γὰρ οὗν [[ὕπνος]] μ’ [[ὅταν]] περ τὸ κακὸν ἐξίῃ τόδε, [[ὅταν]] παρέρχηται, Σοφ. Φιλ. 767· τῆς ἀρχῆς ἐξιούσης Λυσ. 114. 41· [[ὅποι]] ἔξεισι τὰ ἴχνη, λήγουσι, Ξεν. Κυν. 8, 3.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><b>1</b> (<i>seul. 3ᵉ pl.</i> ἔξεισι) être originaire de, descendre de, gén.;<br /><b>2</b> <i>d’ord. • impers.</i> [[ἔξεστι]] (<i>inf.</i> [[ἐξεῖναι]], <i>impf.</i> [[ἐξῆν]], <i>f.</i> ἐξέσται) il est permis ; [[κἄξεστιν]] αὐτῇ δρᾶν λέγειν θ’ ἃ βούλεται SOPH il lui est permis de faire et de dire ce qu’elle veut ; σοὶ ἔξεστιν ἀνδρὶ [[γενέσθαι]] XÉN il t’est permis de devenir un homme ; <i>rar. avec l’acc.</i> Λακεδαιμονίοις ἔξεστιν [[ὑμῖν]] φίλους [[γενέσθαι]] THC il est possible aux Lacédémoniens de devenir vos amis ; <i>abs. part.</i> • [[ἐξόν]] avec l’inf., quand <i>ou</i> puisqu’il est permis <i>ou</i> possible de ; <i>fut.</i> • ἐξεσόμενον lorsqu’il sera possible.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[εἰμί]].<br /><span class="bld">2</span><i>inf.</i> ἐξιέναι, <i>impf.</i> ἐξῄειν <i>ou</i> [[ἐξήϊα]], <i>etc., v.</i> [[εἶμι]];<br /><b>I.</b> <i>en parl. de pers.</i><br /><b>1</b> sortir : μεγάρων OD du palais ; χώρας SOPH <i>ou</i> [[ἐκ]] χώρης HDT sortir d’un pays ; <i>particul.</i> partir pour une expédition ; avec un acc. : ἀγῶνας SOPH aller affronter des luttes ; ἐκδήμους THC partir pour des expéditions lointaines ; [[θύραζε]] OD sortir à la porte;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> se retirer : [[ἐκ]] [[τῶν]] ἱππέων HDT quitter le service de la cavalerie;<br /><b>3</b> en venir à : [[εἰς]] ἔλεγχον SOPH à une preuve;<br /><b>II.</b> <i>en parl. de choses</i> arriver à son terme, cesser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[εἶμι]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξειμι Medium diacritics: ἔξειμι Low diacritics: έξειμι Capitals: ΕΞΕΙΜΙ
Transliteration A: éxeimi Transliteration B: exeimi Transliteration C: ekseimi Beta Code: e)/ceimi

English (LSJ)

(A), (εἶμι

   A ibo) Ep. 2sg. ἔξεισθα (v. infr.); ἔξει wrongly expld. as imper. by Sch.Ar.Nu.633; Dor. 3sg. ἔξειτι Hsch.; inf. ἐξιέναι, also ἐξίναι Machoap.Ath.13.580c: serving as Att. fut. of ἐξέρχομαι, but with impf. ἐξῄειν, Ion. ἐξήϊα Hdt.2.139:—go out, come out, esp. out of the house, Hom. mostly in Od., ἔξεισθα θύραζε 20.179: c. gen. loci, ἐξῐέναι μεγάρων 1.374; τῆς χώρας S.OC909; so ἐκ τῆς χώρης Hdt.1.94; but ἐ. ἐκ τῶν ἱππέων leave the knights, quit service as one, ib.67; ἐκ τῆς ἀρχῆς ἐ. D.C.60.10.    2 εἰς ἔλεγχον ἐξιέναι come forth to apply the test, S.Ph.98; but, submit to the test, Id.Fr.105; λόγων . . εἰς ἅμιλλαν ἐξιών E.Fr.334.    3 abs., ἔξει Ar.Nu.633; esp. march out with an army, Th.5.13, X.Cyr.3.3.20, etc.; οἱ ἐξιόντες Th.1.95: c. acc. cogn., ἐκδήμους στρατείας οὐκ ἐξῇσαν ib.15; πολλοὺς ἀγῶνας ἐ. S.Tr.159; ἐξόδους ἐ. go out in procession, D.48.55; ἐ. ὑστάτην ὁδόν E.Alc.610; ἐ. τὴν ἀμφίαλον (sc. ὁδόν) X.HG4.2.13; τὰς πύλας Ath.8.351d.    4 come forward on the stage, οὑξιὼν πρώτιστα Ar.Ra.946.    II of Time or incidents, come to an end, expire, Hdt.2.139; ὅταν περ τὸ κακὸν ἐξίῃ S.Ph.767; ἐξιούσης τῆς ἀρχῆς Lys.9.6; ὅποι ἔξεισι τὰ ἴχνη where they cease, X.Cyn.8.3.
ἔξειμι (B), (εἰμί

   A sum), only used in impers. forms (v. ἔξεστι), exc. in αἰ ἐλεύθεροι μὴ ἐξεῖεν if [a woman] shall leave no free-born issue, Leg.Gort.7.9.

German (Pape)

[Seite 875] (s. εἰμί), nur impers., ἔξεστι, es steht frei, ist erlaubt; ἔξεστι γάρ μοι μὴ λέγειν ἃ μὴ τελῶ Aesch. Eum. 859; κἄξεστιν αὐτῇ δρᾶν λέγειν θ' ἃ βούλεται Soph. Ant. 503; in Prosa überall, mit folgdm acc. c. inf-, οὐδ' ἔξεστι βασιλέα χωρὶς ἱερατικῆς ἄρχειν Plat. Polit. 290 d; Gorg. 486 c; gew. steht das subst. od. adj. beim int. im dat., ἔξεστί σοι ἀνδρὶ γενέσθαι Xen. An. 7, 1, 21, wie ὑμῖν εὐδαίμοσι ἔξεστι γενέσθαι Dem. 3, 23; doch tritt in der Fortführung des Satzes der acc. gew. wieder ein, ἔξεστιν ὑμῖν φίλους γενέσθαι Thuc. 4, 20; ὅτε ἐξείη πρὸς ἄλλους ἀρχομένους ἀπιέναι Xen. An. 2, 6, 12, vgl. Mem. 2, 6, 26; – das partic. absolut gebraucht, ἐξόν σοι γάμου τυχεῖν Aesch. Prom. 651; ἐξὸν πατρὸς πάντων ἀρίστου παῖδα κεκλῆσθαι Soph. El. 357; ἐξὸν ἀτέκνοις εἶναι Eur. Alc. 890; ἐξόν σοι ἐν εἰρήνῃ λέγειν, da es dir freisteht, Plat. Conv. 189 b, u. sonst überall; auch fut., ὡς οὐκ ἐξεσόμενον τῇ πόλει δίκην λαμβάνειν Lys. 14, 10. – Bei Plat. Epist. VII, 345 d, ἀγανακτεῖν ἐξῆν εἴτε βουλοίμην εἴτε μή, übersetzt man ich mußte. (εἶμι), herausgehen; aus dem Hause, θύραζε Od. 20, 367; μεγάρων 1, 374, wie ἱππόθεν ἐξίμεναι 11, 531; ἔξεισθα θύραζε 20, 179, du wirst herausgehen; τῆσδε τῆς χώρας Soph. O. C. 913; εἰς ἔλεγχον ἐξιών, zur Prüfung ausgehend, sit anstellend, Phil. 98; ἔξει, geh heraus, Ar. Nubb. 623; ἐκ γῆς εἰς φῶς Plat. Prot. 321 c; ἔξω τείχους Phaedr. 230 d; οἴκοθεν Apol. 40 b; ἔνδοθεν Conv. 220 b; übertr., φαίνεταί μοι δόξα ἐξιέναι ἐκ διανοίας Rep. III, 412 e. Bes. ins Feld rücken, ausrücken, Thuc. 5, 13 Xen. Cyr. 3, 3, 20 Dem. 2, 13 u. A.; so στρατείας ἐκδήμους Thuc. 1, 15; τὴν ἀμφίαλον, auf der Landenge ausrücken, Xen. Hell. 4, 2, 13. – Bei Ar. Ran. 944 ist οὑξιὼν πρώτιστα der zuerst Auftretende im Drama; ἐξόδους λαμπρὰς ἐξιέναι, mit Pomp ausgehen auf die Straße, Dem. 48, 55; Plut. Sol. 21; ὑστάτην ὁδόν, den letzten Weg gehen, Eur. Alc. 610; πολλοὺς ἀγῶνας ἐξιών, auf Kämpfe ausziehen, Soph. Tr. 158; – ὁ χρόνος ἐξήϊε, ging aus, ging vorüber, Her. 2, 139; ὅποι ἔξεισι τὰ ἴχνη, wo sie zu Ende gehen, aufhören, Xen. Cyn. 8, 3; τῆς ἀρχῆς ἐξιούσης Lys. 9, 6; anders ἐξιὼν ἐκ τῆς ἀρχῆς D. Cass. 16, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξειμι: (εἶμι) Ἐπικ. β΄ ἑνικ., ἔξεισθα, ἴδε κατωτ.: Ἀττ. προστ. ἔξει, ἀντὶ ἔξιθι, Ἀριστοφ. Νεφ. 633: ἀπαρ. ἐξιέναι, καὶ παρὰ Μάχωνι ἐν Ἀθην. 580C ἐξίναι: κεῖται ὡς Ἀττ. μέλλ. τοῦ ἐξέρχομαι, ἀλλὰ μετὰ παρατ. ἐξῄειν, Ἰων. ἐξήϊα Ἡρόδ. 2. 139. Ἐξέρχομαι κυρίως ἐκ τῆς οἰκίας, Ὅμ. τὸ πλεῖστον ἐν τῇ Ὀδ., ἀτὰρ οὐκ ἔξεισθα θύραζε; Υ. 179· μετὰ γεν. τόπου, ἐξιέναι μεγάρων Α. 374· τῆς χώρας Σοφ. Ο. Κ. 909· οὕτως, ἐκ τῆς χώρης Ἡρόδ. 1. 94· ἀλλ’, ἐξ, ἐκ τῶν ἱππέων, ἐξέρχεσθαι ἐκ τῆς τάξεως τῶν ἱππέων, οἱ δὲ ἀγαθοεργοί εἰσι τῶν ἀστῶν, ἐξιόντες ἐκ τῶν ἱππέων αἰεὶ οἱ πρεσβύτατοι αὐτόθι 67· ἐξ ἀρχῆς ἐξ. Δίων. Κ. 60. 10. 2) νῦν δ’ εἰς ἔλεγχον ἐξιών, ὑποβάλλων εἰς ἔλεγχον (τοὺς λόγους καὶ τὰς πράξεις τῶν ἀνθρώπων ἐν τῷ βίῳ), Σοφ. Φιλ. 98, Ἀποσπ. 92· λόγων... εἰς ἅμιλλαν ἐξιὼν Εὐρ. Ἀποσπ. 347. 3) ἀπολ., ἔξει τὸν ἀσκάντην λαβὼν Ἀριστοφ. Νεφ. 633· ἰδίως ἐξέρχομαι μετὰ στρατοῦ, Θουκ. 5. 13, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 20, κτλ. οἱ ἐξιόντες Θουκ. 1. 95: - οὕτω μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐκδήμους στρατείας οὐκ ἐξῄεσαν αὐτόθι 15· πολλοὺς ἀγῶνας ἐξ. Σοφ. Τρ. 159· ἐξόδους ἐξ., ἐξέρχεσθαι μετὰ πομπῆς, Δημ. 1182. 27· ἐξ. ὑστάτην ὁδὸν Εὐρ. Ἄλκ. 610· ἐξ. τὴν ἀμφίαλον (ἐνν. ὁδὸν) Ξεν. Ἑλλην. 4, 2, 13· τὰς πύλας Ἀθήν. 351D· 4) ἐξέρχομαι, παρουσιάζομαι εἰς τὴν σκηνήν, ἀλλ’ οὑξιὼν πρώτιστα μέν μοι τὸ γένος εἶπ’ ἂν εὐθὺς τοῦ δράματος Ἀριστοφ. Βάτρ. 946. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, συμβεβηκότος ἢ πάθους, παρέρχομαι, λήγω, ὡς ὧν ὁ χρόνος οὗτος ἐξήϊε Ἡρόδ. 2. 139· λαμβάνει γὰρ οὗν ὕπνος μ’ ὅταν περ τὸ κακὸν ἐξίῃ τόδε, ὅταν παρέρχηται, Σοφ. Φιλ. 767· τῆς ἀρχῆς ἐξιούσης Λυσ. 114. 41· ὅποι ἔξεισι τὰ ἴχνη, λήγουσι, Ξεν. Κυν. 8, 3.

French (Bailly abrégé)

11 (seul. 3ᵉ pl. ἔξεισι) être originaire de, descendre de, gén.;
2 d’ord. • impers. ἔξεστι (inf. ἐξεῖναι, impf. ἐξῆν, f. ἐξέσται) il est permis ; κἄξεστιν αὐτῇ δρᾶν λέγειν θ’ ἃ βούλεται SOPH il lui est permis de faire et de dire ce qu’elle veut ; σοὶ ἔξεστιν ἀνδρὶ γενέσθαι XÉN il t’est permis de devenir un homme ; rar. avec l’acc. Λακεδαιμονίοις ἔξεστιν ὑμῖν φίλους γενέσθαι THC il est possible aux Lacédémoniens de devenir vos amis ; abs. part. • ἐξόν avec l’inf., quand ou puisqu’il est permis ou possible de ; fut. • ἐξεσόμενον lorsqu’il sera possible.
Étymologie: ἐξ, εἰμί.
2inf. ἐξιέναι, impf. ἐξῄειν ou ἐξήϊα, etc., v. εἶμι;
I. en parl. de pers.
1 sortir : μεγάρων OD du palais ; χώρας SOPH ou ἐκ χώρης HDT sortir d’un pays ; particul. partir pour une expédition ; avec un acc. : ἀγῶνας SOPH aller affronter des luttes ; ἐκδήμους THC partir pour des expéditions lointaines ; θύραζε OD sortir à la porte;
2 fig. se retirer : ἐκ τῶν ἱππέων HDT quitter le service de la cavalerie;
3 en venir à : εἰς ἔλεγχον SOPH à une preuve;
II. en parl. de choses arriver à son terme, cesser.
Étymologie: ἐξ, εἶμι.