ἐπανίστημι: Difference between revisions
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπανίστημι''': μέλλ. -στήσω, [[ἀνεγείρω]] ἐκ νέου, τὰ τείχη... μὴ ἐπανιστάναι Πλάτ. Νόμοι 778D. 2) [[ἐγείρω]] τινὰ ἐξ ἐνέδρας [[ἐναντίον]] τινός, προλοχίσας τὴν ὁδόν τρισχιλίους ἄνδρας ἔκ τινος χαράδρας ἐπανίστησι (τῷ Ἀκυΐνῳ) Πλουτ. Σερτώρ. 13· κινῶ εἰς ἐπανάστασιν [[ἐναντίον]] τινός, Ἰβηρίαν Ρωμαίοις Ἀππ. Ἰβηρ. 101. ΙΙ. Παθ. [[μετὰ]] μέσ. μέλλ. (Ἡρόδ. 3. 62) καὶ ἀορ. βʹ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐγείρομαι μετά τινα ἢ τῇ κελεύσει [[αὐτοῦ]], οἱ δὲ ἐπανέστησαν Ἰλ. Β. 85 ([[οὐδαμοῦ]] ἀλλαχοῦ παρ᾿ Ὁμ.)· ἐγείρομαι ἐκ τῆς κλίνης, ἐγείρομαι, Ἀριστοφ. Πλ. 539· ὁ δὲ Ἀντισθένης ἐπαναστάς, ἐγερθείς, Ξεν. Συμπ. 4, 2· ἐγείρομαι [[ὅπως]] ὁμιλήσω, Δημ. 355. 23· ἐπὶ οἰκοδομῶν, κατὰ πρκμ., ἀνεγείρομαι, κτίζομαι, κἄπειτ᾿ ἢν τοῦτ᾿ ἐπανεστήκῃ Ἀριστοφ. Ὄρν. 554· [[μετὰ]] γεν., ἐγείρομαι [[ὑπεράνω]], ὑψοῦμαι [[ὑπεράνω]], ἔνια τῶν ὀρνέων λόφον ἔχουσι, τὰ μὲν αὐτῶν τῶν πτερῶν ἐπανεστηκότα, κτλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 11, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 50. 2) ἐπανίσταμαι κατά τινος, τοῦτον προσδέκεσθαί τοι ἐπαναστησόμενον Ἡρόδ. 1. 89· ἐπαναστάντες τοῖσι Μήδοισι [[αὐτόθι]] 130, Θουκ. 1. 115, κτλ.· τοῖς πράγμασι Δείναρχ. 92. 31· ἀπολ., ἐγείρομαι εἰς ἐπανάστασιν, ἐπαναστατῶ, ἐπανέστησαν [[μᾶλλον]] ἢ ἀπέστησαν Θουκ. 3. 39, κ. ἀλλ.· οἱ ἐπανεστεῶτες, οἱ ἐπαναστάται, Ἡρόδ. 3. 63· μετ᾿ ἀπαρ., ἐάν τις τυραννεῖν ἐπαναστῇ, ἐάν τις ἐγερθῇ [[ὅπως]] καταστῇ [[τύραννος]], Νόμ. Σόλωνος παρ᾿ Ἀνδοκ. 13, 13· [[ἐντεῦθεν]], μηχανῶμαι, [[ἐνεδρεύω]], [[παγιδεύω]], καὶ γάρ τοι κἀκεῖνος ἐρωτικὸς εὖ [[μάλα]] καὶ οἷος ἐπανίστασθαι παρθένοις Αἰλιαν. Ἀγροικ. Ἐπιστ. 15. 3) Ἰατρ., πρήσκομαι, ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ σώματος, Ἱππ. Προρρ. 82· ὦτα ἐπανεστηκότα, προέχοντα, ἐξέχοντα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 6, πρβλ. 3. 14, 9, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 11. ‒ Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 27, 29. | |lstext='''ἐπανίστημι''': μέλλ. -στήσω, [[ἀνεγείρω]] ἐκ νέου, τὰ τείχη... μὴ ἐπανιστάναι Πλάτ. Νόμοι 778D. 2) [[ἐγείρω]] τινὰ ἐξ ἐνέδρας [[ἐναντίον]] τινός, προλοχίσας τὴν ὁδόν τρισχιλίους ἄνδρας ἔκ τινος χαράδρας ἐπανίστησι (τῷ Ἀκυΐνῳ) Πλουτ. Σερτώρ. 13· κινῶ εἰς ἐπανάστασιν [[ἐναντίον]] τινός, Ἰβηρίαν Ρωμαίοις Ἀππ. Ἰβηρ. 101. ΙΙ. Παθ. [[μετὰ]] μέσ. μέλλ. (Ἡρόδ. 3. 62) καὶ ἀορ. βʹ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐγείρομαι μετά τινα ἢ τῇ κελεύσει [[αὐτοῦ]], οἱ δὲ ἐπανέστησαν Ἰλ. Β. 85 ([[οὐδαμοῦ]] ἀλλαχοῦ παρ᾿ Ὁμ.)· ἐγείρομαι ἐκ τῆς κλίνης, ἐγείρομαι, Ἀριστοφ. Πλ. 539· ὁ δὲ Ἀντισθένης ἐπαναστάς, ἐγερθείς, Ξεν. Συμπ. 4, 2· ἐγείρομαι [[ὅπως]] ὁμιλήσω, Δημ. 355. 23· ἐπὶ οἰκοδομῶν, κατὰ πρκμ., ἀνεγείρομαι, κτίζομαι, κἄπειτ᾿ ἢν τοῦτ᾿ ἐπανεστήκῃ Ἀριστοφ. Ὄρν. 554· [[μετὰ]] γεν., ἐγείρομαι [[ὑπεράνω]], ὑψοῦμαι [[ὑπεράνω]], ἔνια τῶν ὀρνέων λόφον ἔχουσι, τὰ μὲν αὐτῶν τῶν πτερῶν ἐπανεστηκότα, κτλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 11, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 50. 2) ἐπανίσταμαι κατά τινος, τοῦτον προσδέκεσθαί τοι ἐπαναστησόμενον Ἡρόδ. 1. 89· ἐπαναστάντες τοῖσι Μήδοισι [[αὐτόθι]] 130, Θουκ. 1. 115, κτλ.· τοῖς πράγμασι Δείναρχ. 92. 31· ἀπολ., ἐγείρομαι εἰς ἐπανάστασιν, ἐπαναστατῶ, ἐπανέστησαν [[μᾶλλον]] ἢ ἀπέστησαν Θουκ. 3. 39, κ. ἀλλ.· οἱ ἐπανεστεῶτες, οἱ ἐπαναστάται, Ἡρόδ. 3. 63· μετ᾿ ἀπαρ., ἐάν τις τυραννεῖν ἐπαναστῇ, ἐάν τις ἐγερθῇ [[ὅπως]] καταστῇ [[τύραννος]], Νόμ. Σόλωνος παρ᾿ Ἀνδοκ. 13, 13· [[ἐντεῦθεν]], μηχανῶμαι, [[ἐνεδρεύω]], [[παγιδεύω]], καὶ γάρ τοι κἀκεῖνος ἐρωτικὸς εὖ [[μάλα]] καὶ οἷος ἐπανίστασθαι παρθένοις Αἰλιαν. Ἀγροικ. Ἐπιστ. 15. 3) Ἰατρ., πρήσκομαι, ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ σώματος, Ἱππ. Προρρ. 82· ὦτα ἐπανεστηκότα, προέχοντα, ἐξέχοντα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 6, πρβλ. 3. 14, 9, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 11. ‒ Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 27, 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> <i>tr. (aux temps suiv. : f.</i> ἐπαναστήσω, <i>ao.</i> ἐπανέστησα);<br /><b>1</b> relever;<br /><b>2</b> faire se lever contre, lancer (des assaillants) : τινι contre qqn;<br /><b>II.</b> <i>intr. (aux temps suiv. : ao.2</i> ἐπανέστην <i>et pf.</i> ἐπανέστηκα <i>et</i> [[ἐπανέσταα]], <i>et au Moy.</i> ἐπανίσταμαι, <i>f.</i> ἐπαναστήσομαι) :<br /><b>1</b> se lever, <i>particul.</i> se lever d’un siège, se lever pour sortir du lit, se lever;<br /><b>2</b> se soulever, se porter contre : τινι contre qqn ; [[οἱ]] ἐπαναστεῶτες HDT les insurgés.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀνίστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
A set up again, τὰ τείχη ib.778d. 2 make to rise against, ἄνδρας ἐκ χαράδρας ἐ. τινί Plu.Sert.13; raise in revolt against, Ἰβηρίαν Ῥωμαίοις App.Hisp.101. 3 cause to arise, Plu.2.654f. II Pass., with fut. Med. (Hdt.3.62, 1.89), aor. 2 and pf. Act., stand up after another or at his word, once in Hom., οἱ δ' ἐπανέστησαν Il.2.85. b rise from bed, rise, Ar.Pl.539; ἐπὶ τοῦ καταστρώματος X.HG1.4.18; rise to speak, Id.Smp.4.2, D.19.46; of buildings, in pf., to be raised or built, ἢν τοῦτ' ἐπανεστήκῃ Ar.Av.554: c. gen., rise above, ἱερῷ -στηκότι τῆς ἀγορᾶς D.H.2.50; ταῖς -ισταμέναις <ἐκ add. cod. unus> τῶν ὑδάτων πομφόλυξιν Dsc.5.75. 2 rise up against, rise in insurrection against, τινί Hdt.1.89, 130, 3.62; τῷ δήμῳ Th.1.115, etc.; τοῖς πράγμασι Din.1.19: abs., rise in insurrection, opp. ἀφίσταμαι, Th.3.39,al.; οἱ ἐπανεστεῶτες the insurgents, Hdt.3.63: c. inf., ἐάν τις τυραννεῖν ἐπαναστῇ if any one aim at tyranny, Lexap.And.1.97; in mal. part., ἐ. ἀλλήλοις πώγωνας ἔχουσι Theopomp.Hist.217c; παρθένοις Ael.Ep.15. 3 Medic., of tumours, etc., rise, swell, Hp.Prorrh. 1.165; [ὦτα] ἐπανεστηκότα projecting, prorninent, Arist.PA691a13; λόφος αὐτῶν τῶν πτερῶν ἐ. crest which sticks up and is composed of feathers, Id.HA504b10.
German (Pape)
[Seite 903] (s. ἵστημι), dagegen aufstehen lassen, aufstellen, ἄνδρας Plut. Sert. 13; Polyaen. 6, 7, 2; aufwiegeln gegen Einen, Ἰβηρίαν Ῥωμαίοις App.; – wieder aufrichten, τὰ τείχη, neben καθεύδειν ἐᾶν, Plat. Legg. VI, 778 d. – Häufiger med. u. aor. II. nebst perf. act., dagegen aufstehen, Il. 2, 85, bei den Worten oder aus Ehrfurcht; ἐπανίστω, stehe auf, Ar. Plut. 539; ἐπαναστὰς ἐπὶ τοῦ καταστρώματος, sich darauf stellend, Xen. Hell. 1, 4, 7; zum Reden aufstehen, Dem. 19, 46; Pol. 27, 6, 13 u. öfter; – sich auflehnen, empören gegen Jem., neben ἐπιβουλεύω, im Ggstz von ἀπέστησαν, Thuc. 3, 39; τινί, 1, 115. 8, 73; οἱ μάγοι εἰσί τοι οἱ ἐπανεστεῶτες, die sich gegen dich empört haben, Her. 3, 63 u. öfter; Plat. Legg. IV, 715 b u. Folgde; ἐάν τις τυραννεῖν ἐπ αναστῇ, wenn Jem. einen Aufstand macht, um Tyrann zu werden, Andoc. 1, 97, im Gesetze des Solon. – Auch von leblosen Dingen, sich erheben, anschwellen, Medic.; ἐπανεστηκὼς λόφος τῶν πτερῶν Arist. H. A. 2, 12, öfter. Vom Tempel, ἱερὸν μικρὸν ἐπανεστηκὸς τῆς ἀγορᾶς D. Hal. 2, 50; von einer neuen Stadt, ἂν τὸ πόλισμα ἐπανεστήκῃ, erbaut worden, Ar. Av. 554. – Theopomp. bei Ath. VI, 260 e in obscönem Sinne, ἀλλήλοις ἐτόλμων ἐπανίστασθαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανίστημι: μέλλ. -στήσω, ἀνεγείρω ἐκ νέου, τὰ τείχη... μὴ ἐπανιστάναι Πλάτ. Νόμοι 778D. 2) ἐγείρω τινὰ ἐξ ἐνέδρας ἐναντίον τινός, προλοχίσας τὴν ὁδόν τρισχιλίους ἄνδρας ἔκ τινος χαράδρας ἐπανίστησι (τῷ Ἀκυΐνῳ) Πλουτ. Σερτώρ. 13· κινῶ εἰς ἐπανάστασιν ἐναντίον τινός, Ἰβηρίαν Ρωμαίοις Ἀππ. Ἰβηρ. 101. ΙΙ. Παθ. μετὰ μέσ. μέλλ. (Ἡρόδ. 3. 62) καὶ ἀορ. βʹ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐγείρομαι μετά τινα ἢ τῇ κελεύσει αὐτοῦ, οἱ δὲ ἐπανέστησαν Ἰλ. Β. 85 (οὐδαμοῦ ἀλλαχοῦ παρ᾿ Ὁμ.)· ἐγείρομαι ἐκ τῆς κλίνης, ἐγείρομαι, Ἀριστοφ. Πλ. 539· ὁ δὲ Ἀντισθένης ἐπαναστάς, ἐγερθείς, Ξεν. Συμπ. 4, 2· ἐγείρομαι ὅπως ὁμιλήσω, Δημ. 355. 23· ἐπὶ οἰκοδομῶν, κατὰ πρκμ., ἀνεγείρομαι, κτίζομαι, κἄπειτ᾿ ἢν τοῦτ᾿ ἐπανεστήκῃ Ἀριστοφ. Ὄρν. 554· μετὰ γεν., ἐγείρομαι ὑπεράνω, ὑψοῦμαι ὑπεράνω, ἔνια τῶν ὀρνέων λόφον ἔχουσι, τὰ μὲν αὐτῶν τῶν πτερῶν ἐπανεστηκότα, κτλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 11, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 50. 2) ἐπανίσταμαι κατά τινος, τοῦτον προσδέκεσθαί τοι ἐπαναστησόμενον Ἡρόδ. 1. 89· ἐπαναστάντες τοῖσι Μήδοισι αὐτόθι 130, Θουκ. 1. 115, κτλ.· τοῖς πράγμασι Δείναρχ. 92. 31· ἀπολ., ἐγείρομαι εἰς ἐπανάστασιν, ἐπαναστατῶ, ἐπανέστησαν μᾶλλον ἢ ἀπέστησαν Θουκ. 3. 39, κ. ἀλλ.· οἱ ἐπανεστεῶτες, οἱ ἐπαναστάται, Ἡρόδ. 3. 63· μετ᾿ ἀπαρ., ἐάν τις τυραννεῖν ἐπαναστῇ, ἐάν τις ἐγερθῇ ὅπως καταστῇ τύραννος, Νόμ. Σόλωνος παρ᾿ Ἀνδοκ. 13, 13· ἐντεῦθεν, μηχανῶμαι, ἐνεδρεύω, παγιδεύω, καὶ γάρ τοι κἀκεῖνος ἐρωτικὸς εὖ μάλα καὶ οἷος ἐπανίστασθαι παρθένοις Αἰλιαν. Ἀγροικ. Ἐπιστ. 15. 3) Ἰατρ., πρήσκομαι, ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ σώματος, Ἱππ. Προρρ. 82· ὦτα ἐπανεστηκότα, προέχοντα, ἐξέχοντα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 6, πρβλ. 3. 14, 9, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 11. ‒ Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 27, 29.
French (Bailly abrégé)
I. tr. (aux temps suiv. : f. ἐπαναστήσω, ao. ἐπανέστησα);
1 relever;
2 faire se lever contre, lancer (des assaillants) : τινι contre qqn;
II. intr. (aux temps suiv. : ao.2 ἐπανέστην et pf. ἐπανέστηκα et ἐπανέσταα, et au Moy. ἐπανίσταμαι, f. ἐπαναστήσομαι) :
1 se lever, particul. se lever d’un siège, se lever pour sortir du lit, se lever;
2 se soulever, se porter contre : τινι contre qqn ; οἱ ἐπαναστεῶτες HDT les insurgés.
Étymologie: ἐπί, ἀνίστημι.