ἐξαλλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαλλάσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω. Ἀλλάσσω τι ἐντελῶς ἢ ἐξ ὁλοκλήρου, ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ [[ἀλλάσσω]], κοινῶς «ἀλλάζω», ἐσθῆτα Εὐρ. Ἑλ. 1297· αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἡμέραις ἄλλ’ ἄλλοτ’ ἐξάλλαξεν, «ὁ γὰρ [[βίος]] ἐν ταῖς ἡμέραις εἰλούμενος, ἀλλοίας καὶ ἀλλοίας ἀπογεννᾷ περιστάσεις» (Σχόλ.), Πινδ. Ι. 3, 30· γένος ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον, μεταπίπτειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 3· πλεῖστον ἐξηλλαγμένα πρὸς τὰ ἄλλα, διαφέροντα, [[αὐτόθι]] 4. 4, 14: ― Μεσ., κακοῖσιν [[ὅστις]] μηδὲν ἐξαλλάσσεται, [[ὅστις]] δὲν βλέπει μεταβολήν τινα γινομένην ἐν ταῖς δυστυχίαις [[αὐτοῦ]], Σοφ. Αἴ. 474· ἐξ. τι τινος, ἀνταλλάσσειν τι πρὸς ἕτερον, Διοδ. Ἀποσπ. 558. 2) ἐν τῇ Ρητορ. καὶ παρὰ ποιηταῖς, ἐπὶ ὕφους, [[γίνομαι]] διάφορον τοῦ συνήθους, ἐξαλλάττει γὰρ τὸ εἰωθὸς Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3, πρβλ. 3. 2, 2· σεμνὴ δὲ καὶ ἐξαλλάττουσα τὸ ἰδιωτικὸν (ἡ [[λέξις]]), σεμνὴ δὲ καὶ ἀπέχουσα τοῦ κοινοῦ ἰδιώματος, ὁ αὐτ. Ποιητ. 22, 3· ἐξηλλαγμένον ([[ὄνομα]]) δ’ ἐστίν, [[ὅταν]] τοῦ ὀνομαζομένου τὸ μὲν καταλείπῃ, τὸ δὲ ποιῇ, [[οἷον]] τὸ «δεξιτερὸν κατὰ μαζὸν» ἀντὶ το δεξιὸν [[αὐτόθι]] 21. 20· πρβλ. [[ἐξαλλαγή]]. 3) μετ’ αἰτ. τόπου, [[καταλείπω]] τόπον τινὰ καὶ [[ἀπέρχομαι]] εἰς ἄλλον, ἐξαλλάξασ’ Εὐρώπαν (Εὐρώταν Barnes) Εὐρ. Ι. Τ. 135. ΙΙ. ἐξαλλάσσειν τι τινός, ἀπομακρύνειν τι ἀπό τινος, προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν ἀεὶ τῶν ἐναντίων τὴν [[ἑαυτοῦ]] γύμνωσιν Θουκ. 5. 71· καὶ ἐν τῷ παθ., ἐξηλλαγμένος τινός, [[διάφορος]], Ἰσοκρ. 172Α. 2) ἀμετάβ., ὑφίσταμαι μεταβολήν, ἐπὶ εὐνούχων, οἳ ἑνὸς μορίου πηρωθέντος τοσοῦτον ἐξαλλάττουσι τῆς ἀρχαίας μορφῆς, ἀλλάσσουσι τόσον ἀπὸ τὴν ἀρχαίαν μορφήν των, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 36· ἡ [[τραγῳδία]] πειρᾶται ὑπὸ μίαν περίοδον ἡλίου [[εἶναι]] ἢ μικρὸν ἐξαλλάσσειν, ἢ ὀλίγον ἀπομακρύνεσθαι (τῆς περιόδου ταύτης), ὁ αὐτ. Ποιητ. 5, 8· ἥκω, ἐξαλλάττω [[δεῦρο]] ἀπὸ τῆς νεὼς Φιλόστρ. 666· [[μεταβαίνω]], [[ἐπεὶ]] δὲ ἐς ἄνδρας ἐξαλλάττεις ἤδη, μεταβαίνεις πλέον εἰς τὴν ἀνδρικὴν ἡλικίαν, ὁ αὐτ. 118· ― ἀπολ., ἐξαλλάσσουσα [[χάρις]], διαφέρουσα, [[ἀσυνήθης]], [[σπανία]], Εὐρ. Ι. Α. 565. 3) οὐκ Ἰδαίοις ἱστοῖς κερκίδα δινεύουσ’ ἐξαλλάξω, δὲν θὰ κινῶ πλέον ἐμπρὸς καὶ [[ὀπίσω]] τὴν κερκίδα (κοιν. «σαΐτα») πέμπουσα αὐτὴν ἐκ τῆς μιᾶς χειρὸς εἰς τὴν [[ἄλλην]], ὅ ἐστι δὲν θὰ [[ὑφαίνω]] πλέον, Εὐρ. Τρῳ. 200· ἐξ. δρόμον, [[ἀλλάσσω]] δρόμον, Ξεν. Κυν. 10, 7· ποίαν, ταύταν ἢ τάνδ’, ἐξαλλάξω...; ποίαν ὁδὸν νὰ τραπῶ, ταύτην ἢ ἐκείνην; Εὐρ. Ἑκ. 1061· πρβλ. [[ἐξαμείβω]]. 4) = [[τέρπω]], Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 205 (Ζωναρᾶς σ. 767), πρβλ. [[ἐξάλλαγμα]], καὶ ἴδε Sturz Μακεδ. Διάλεκτ. σ. 39.
|lstext='''ἐξαλλάσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω. Ἀλλάσσω τι ἐντελῶς ἢ ἐξ ὁλοκλήρου, ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ [[ἀλλάσσω]], κοινῶς «ἀλλάζω», ἐσθῆτα Εὐρ. Ἑλ. 1297· αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἡμέραις ἄλλ’ ἄλλοτ’ ἐξάλλαξεν, «ὁ γὰρ [[βίος]] ἐν ταῖς ἡμέραις εἰλούμενος, ἀλλοίας καὶ ἀλλοίας ἀπογεννᾷ περιστάσεις» (Σχόλ.), Πινδ. Ι. 3, 30· γένος ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον, μεταπίπτειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 3· πλεῖστον ἐξηλλαγμένα πρὸς τὰ ἄλλα, διαφέροντα, [[αὐτόθι]] 4. 4, 14: ― Μεσ., κακοῖσιν [[ὅστις]] μηδὲν ἐξαλλάσσεται, [[ὅστις]] δὲν βλέπει μεταβολήν τινα γινομένην ἐν ταῖς δυστυχίαις [[αὐτοῦ]], Σοφ. Αἴ. 474· ἐξ. τι τινος, ἀνταλλάσσειν τι πρὸς ἕτερον, Διοδ. Ἀποσπ. 558. 2) ἐν τῇ Ρητορ. καὶ παρὰ ποιηταῖς, ἐπὶ ὕφους, [[γίνομαι]] διάφορον τοῦ συνήθους, ἐξαλλάττει γὰρ τὸ εἰωθὸς Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3, πρβλ. 3. 2, 2· σεμνὴ δὲ καὶ ἐξαλλάττουσα τὸ ἰδιωτικὸν (ἡ [[λέξις]]), σεμνὴ δὲ καὶ ἀπέχουσα τοῦ κοινοῦ ἰδιώματος, ὁ αὐτ. Ποιητ. 22, 3· ἐξηλλαγμένον ([[ὄνομα]]) δ’ ἐστίν, [[ὅταν]] τοῦ ὀνομαζομένου τὸ μὲν καταλείπῃ, τὸ δὲ ποιῇ, [[οἷον]] τὸ «δεξιτερὸν κατὰ μαζὸν» ἀντὶ το δεξιὸν [[αὐτόθι]] 21. 20· πρβλ. [[ἐξαλλαγή]]. 3) μετ’ αἰτ. τόπου, [[καταλείπω]] τόπον τινὰ καὶ [[ἀπέρχομαι]] εἰς ἄλλον, ἐξαλλάξασ’ Εὐρώπαν (Εὐρώταν Barnes) Εὐρ. Ι. Τ. 135. ΙΙ. ἐξαλλάσσειν τι τινός, ἀπομακρύνειν τι ἀπό τινος, προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν ἀεὶ τῶν ἐναντίων τὴν [[ἑαυτοῦ]] γύμνωσιν Θουκ. 5. 71· καὶ ἐν τῷ παθ., ἐξηλλαγμένος τινός, [[διάφορος]], Ἰσοκρ. 172Α. 2) ἀμετάβ., ὑφίσταμαι μεταβολήν, ἐπὶ εὐνούχων, οἳ ἑνὸς μορίου πηρωθέντος τοσοῦτον ἐξαλλάττουσι τῆς ἀρχαίας μορφῆς, ἀλλάσσουσι τόσον ἀπὸ τὴν ἀρχαίαν μορφήν των, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 36· ἡ [[τραγῳδία]] πειρᾶται ὑπὸ μίαν περίοδον ἡλίου [[εἶναι]] ἢ μικρὸν ἐξαλλάσσειν, ἢ ὀλίγον ἀπομακρύνεσθαι (τῆς περιόδου ταύτης), ὁ αὐτ. Ποιητ. 5, 8· ἥκω, ἐξαλλάττω [[δεῦρο]] ἀπὸ τῆς νεὼς Φιλόστρ. 666· [[μεταβαίνω]], [[ἐπεὶ]] δὲ ἐς ἄνδρας ἐξαλλάττεις ἤδη, μεταβαίνεις πλέον εἰς τὴν ἀνδρικὴν ἡλικίαν, ὁ αὐτ. 118· ― ἀπολ., ἐξαλλάσσουσα [[χάρις]], διαφέρουσα, [[ἀσυνήθης]], [[σπανία]], Εὐρ. Ι. Α. 565. 3) οὐκ Ἰδαίοις ἱστοῖς κερκίδα δινεύουσ’ ἐξαλλάξω, δὲν θὰ κινῶ πλέον ἐμπρὸς καὶ [[ὀπίσω]] τὴν κερκίδα (κοιν. «σαΐτα») πέμπουσα αὐτὴν ἐκ τῆς μιᾶς χειρὸς εἰς τὴν [[ἄλλην]], ὅ ἐστι δὲν θὰ [[ὑφαίνω]] πλέον, Εὐρ. Τρῳ. 200· ἐξ. δρόμον, [[ἀλλάσσω]] δρόμον, Ξεν. Κυν. 10, 7· ποίαν, ταύταν ἢ τάνδ’, ἐξαλλάξω...; ποίαν ὁδὸν νὰ τραπῶ, ταύτην ἢ ἐκείνην; Εὐρ. Ἑκ. 1061· πρβλ. [[ἐξαμείβω]]. 4) = [[τέρπω]], Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 205 (Ζωναρᾶς σ. 767), πρβλ. [[ἐξάλλαγμα]], καὶ ἴδε Sturz Μακεδ. Διάλεκτ. σ. 39.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐξαλλάξω, <i>ao.</i> ἐξήλλαξα, <i>pf.</i> ἐξήλλαχα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> échanger, changer : κακοῖσιν [[ὅστις]] μηδὲν ἐξαλλάσεται SOPH celui qui ne voit aucun changement se produire dans ses infortunes;<br /><b>2</b> changer (de pays) : [[ἐξ]]. Εὐρώπαν EUR quitter l’Europe ; <i>abs.</i> changer de direction : ποίαν (<i>s.e.</i> ὁδόν) ἐξαλλάξω ; EUR de quel côté me tourner ?;<br /><b>3</b> changer un usage : [[ἐξ]]. τὸ εἰωθός ARSTT changer l’usage habituel d’un mot, d’une locution, <i>càd</i> se servir d’un mot, d’une locution en un sens non habituel ; <i>part. pf. Pass.</i> ἐξηλλαγμένος différent;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> être changé, différent ; se distinguer : ἐξαλλάσσουσα [[χάρις]] EUR faveur rare, éclatante.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀλλάσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαλλάσσω Medium diacritics: ἐξαλλάσσω Low diacritics: εξαλλάσσω Capitals: ΕΞΑΛΛΑΣΣΩ
Transliteration A: exallássō Transliteration B: exallassō Transliteration C: eksallasso Beta Code: e)calla/ssw

English (LSJ)

Att. ἐξαλλάττω,

   A change utterly or quite, strengthd. for ἀλλάσσω, ἐσθῆτα E.Hel.1297; τινὰς κοσμήσεσι Plu.Thes.23; αἰὼν . . ἄλλ' ἄλλοτ' ἐξάλλαξεν Pi.I.3.18.    b intr., of evolution, τὰ δὲ . . ἐξαλλάσσει ἐς τὴν μέζω τάξιν Hp.Vict.1.6; ἐ. γένος εἰς ἕτερον degenerate, Thphr.HP8.8.3:—Pass., ἐξηλλαγμένος πρός τι ib.4.4.14.    c Med., κακοῖσιν ὅστις μηδὲν ἐξαλλάσσεται who sees no change take place in his miseries, S.Aj.474:—Pass., ἰδιωτικῆς ἑστίας ἐξηλλαγμένη ἡγεμονία D.S.10 Fr. 20.    2 Rhet., vary common words and phrases, ἐ. τὸ εἰωθός Arist. Rh.1406a15, cf. 1404b8; ἐ. τὸ ἰδιωτικόν vary the common idiom, Id.Po.1458a21; ἐξηλλαγμένον [ὄνομα] altered form, ib.1458a5: c. gen., ἐξηλλαγμένος τινός different from, Isoc.8.63.    b pf. part. Pass. ἐξηλλαγμένος extraordinary, strange, Plb.2.37.6, D.S.1.94, Ant.Lib. 41.8, etc.; varied, ὄφεις ταῖς ποικιλίαις ἐ. D.S.17.90.    3 c. acc. loci, withdraw from, leave, Εὐρώπαν E.IT135 (lyr.).    II ἐ. τί τινος withdraw or remove from, τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν ἐ. τῶν ἐναντίων Th.5.71.    2 intr., change from, τῆς ἀρχαίας μορφῆς Arist.GA 766a26; μικρὸν ἐ. exceed the limit by a little, Id.Po.1449b13; ἐ. ἀπὸ τῆς νεώς Philostr.Her.Prooem.3; ἐς ἄνδρας Id.VA3.28: abs., ἐξαλλάσσουσα χάρις unusual, rare grace, E.IA564 (lyr.); to be different from, πάντων τῶν παρ' ἡμῖν Phld.Sign.9.    b ἐξαλλάσσουσαι στολαί changes of raiment, v.l. in LXX Ge.45.22.    3 turn another way, move back and forward, κερκίδα E.Tr.200 (lyr.); ἐ. δρόμον change one's course, X.Cyn.10.7; ποίαν (sc. ὁδόν) ἐξαλλάξω; which other way shall I take? E.Hec.1060 (lyr.).    4 divert, amuse, Men.747, Philippid.35; coax, win over, ὀψαρίοις POxy.531.18 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 866] 1) vertauschen, umtauschen, verändern; αἰὼν ἄλλ' ἄλλοτ' ἐξάλλαξεν Pind. I. 3, 18; λουτρῶν τύχε ἐσθῆτά τ' ἐξάλλαξον Eur. Hel. 1297, κακοῖσιν ὅστις μηδὲν ἐξαλλάσσεται, der keine Aenderung in seinem Unglück erleidet, dessen Unglück sich nicht ändert, Soph. Ant. 474; τὸ εἰωθὸς καὶ ξενικὴν ποιεῖ τὴν λέξιν Arist. rhet. 3, 3, vgl. poet. 22; τινὰ κοσμήσεσιν Plut. Thes. 23. – Εὐρώπαν, E. verlassen, Eur. I. T. 135; σπάργανα, zurücklassen, Ion 918; – ἐξηλλαγμένος, verschieden, abweichend, παρὰ πολὺ τῆς τῶν ἄλλων ἐξ. διανοίας Isocr. 8, 63; ungewöhnlich, Arist. poet. 21; Pol. 2, 37, 6 u. Sp. – 2) δρόμον, dem Laufe eine andere Richtung geben, Xen. Cyn. 10, 7; übh. abkehren, abwenden, τὴν γύμνωσιν ἐξ. τῶν ἐναντίων, die Blöße von den Feinden abwenden. Thuc. 5, 71. – Auch intrans., von Etwas weggehen, δεῦρο ἀπὸ τῆς νεώς, hierher kommen vom Schiffe, Philostr.; übh. abweichen, verschieden sein. ἐξαλλάττειν τῆς ἀρχαίας μορφῆς Arist. gener. anim. 4, 1; τοῦ πρέποντος rhet. 3, 2; vgl. Pol. 10, 45, 1; ἐξαλλάσσουσα χάρις, ausgezeichnet, Eur. I. A. 565. – Bei Menand. fr. inc. 205 nach B. A. 96 = τέρπω, eine Veränderung machen, ergötzen, s. Bast epist. crit. p. 241. 284.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαλλάσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω. Ἀλλάσσω τι ἐντελῶς ἢ ἐξ ὁλοκλήρου, ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ ἀλλάσσω, κοινῶς «ἀλλάζω», ἐσθῆτα Εὐρ. Ἑλ. 1297· αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἡμέραις ἄλλ’ ἄλλοτ’ ἐξάλλαξεν, «ὁ γὰρ βίος ἐν ταῖς ἡμέραις εἰλούμενος, ἀλλοίας καὶ ἀλλοίας ἀπογεννᾷ περιστάσεις» (Σχόλ.), Πινδ. Ι. 3, 30· γένος ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον, μεταπίπτειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 3· πλεῖστον ἐξηλλαγμένα πρὸς τὰ ἄλλα, διαφέροντα, αὐτόθι 4. 4, 14: ― Μεσ., κακοῖσιν ὅστις μηδὲν ἐξαλλάσσεται, ὅστις δὲν βλέπει μεταβολήν τινα γινομένην ἐν ταῖς δυστυχίαις αὐτοῦ, Σοφ. Αἴ. 474· ἐξ. τι τινος, ἀνταλλάσσειν τι πρὸς ἕτερον, Διοδ. Ἀποσπ. 558. 2) ἐν τῇ Ρητορ. καὶ παρὰ ποιηταῖς, ἐπὶ ὕφους, γίνομαι διάφορον τοῦ συνήθους, ἐξαλλάττει γὰρ τὸ εἰωθὸς Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3, πρβλ. 3. 2, 2· σεμνὴ δὲ καὶ ἐξαλλάττουσα τὸ ἰδιωτικὸν (ἡ λέξις), σεμνὴ δὲ καὶ ἀπέχουσα τοῦ κοινοῦ ἰδιώματος, ὁ αὐτ. Ποιητ. 22, 3· ἐξηλλαγμένον (ὄνομα) δ’ ἐστίν, ὅταν τοῦ ὀνομαζομένου τὸ μὲν καταλείπῃ, τὸ δὲ ποιῇ, οἷον τὸ «δεξιτερὸν κατὰ μαζὸν» ἀντὶ το δεξιὸν αὐτόθι 21. 20· πρβλ. ἐξαλλαγή. 3) μετ’ αἰτ. τόπου, καταλείπω τόπον τινὰ καὶ ἀπέρχομαι εἰς ἄλλον, ἐξαλλάξασ’ Εὐρώπαν (Εὐρώταν Barnes) Εὐρ. Ι. Τ. 135. ΙΙ. ἐξαλλάσσειν τι τινός, ἀπομακρύνειν τι ἀπό τινος, προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν ἀεὶ τῶν ἐναντίων τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν Θουκ. 5. 71· καὶ ἐν τῷ παθ., ἐξηλλαγμένος τινός, διάφορος, Ἰσοκρ. 172Α. 2) ἀμετάβ., ὑφίσταμαι μεταβολήν, ἐπὶ εὐνούχων, οἳ ἑνὸς μορίου πηρωθέντος τοσοῦτον ἐξαλλάττουσι τῆς ἀρχαίας μορφῆς, ἀλλάσσουσι τόσον ἀπὸ τὴν ἀρχαίαν μορφήν των, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 36· ἡ τραγῳδία πειρᾶται ὑπὸ μίαν περίοδον ἡλίου εἶναι ἢ μικρὸν ἐξαλλάσσειν, ἢ ὀλίγον ἀπομακρύνεσθαι (τῆς περιόδου ταύτης), ὁ αὐτ. Ποιητ. 5, 8· ἥκω, ἐξαλλάττω δεῦρο ἀπὸ τῆς νεὼς Φιλόστρ. 666· μεταβαίνω, ἐπεὶ δὲ ἐς ἄνδρας ἐξαλλάττεις ἤδη, μεταβαίνεις πλέον εἰς τὴν ἀνδρικὴν ἡλικίαν, ὁ αὐτ. 118· ― ἀπολ., ἐξαλλάσσουσα χάρις, διαφέρουσα, ἀσυνήθης, σπανία, Εὐρ. Ι. Α. 565. 3) οὐκ Ἰδαίοις ἱστοῖς κερκίδα δινεύουσ’ ἐξαλλάξω, δὲν θὰ κινῶ πλέον ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω τὴν κερκίδα (κοιν. «σαΐτα») πέμπουσα αὐτὴν ἐκ τῆς μιᾶς χειρὸς εἰς τὴν ἄλλην, ὅ ἐστι δὲν θὰ ὑφαίνω πλέον, Εὐρ. Τρῳ. 200· ἐξ. δρόμον, ἀλλάσσω δρόμον, Ξεν. Κυν. 10, 7· ποίαν, ταύταν ἢ τάνδ’, ἐξαλλάξω...; ποίαν ὁδὸν νὰ τραπῶ, ταύτην ἢ ἐκείνην; Εὐρ. Ἑκ. 1061· πρβλ. ἐξαμείβω. 4) = τέρπω, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 205 (Ζωναρᾶς σ. 767), πρβλ. ἐξάλλαγμα, καὶ ἴδε Sturz Μακεδ. Διάλεκτ. σ. 39.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξαλλάξω, ao. ἐξήλλαξα, pf. ἐξήλλαχα;
I. tr. 1 échanger, changer : κακοῖσιν ὅστις μηδὲν ἐξαλλάσεται SOPH celui qui ne voit aucun changement se produire dans ses infortunes;
2 changer (de pays) : ἐξ. Εὐρώπαν EUR quitter l’Europe ; abs. changer de direction : ποίαν (s.e. ὁδόν) ἐξαλλάξω ; EUR de quel côté me tourner ?;
3 changer un usage : ἐξ. τὸ εἰωθός ARSTT changer l’usage habituel d’un mot, d’une locution, càd se servir d’un mot, d’une locution en un sens non habituel ; part. pf. Pass. ἐξηλλαγμένος différent;
II. intr. être changé, différent ; se distinguer : ἐξαλλάσσουσα χάρις EUR faveur rare, éclatante.
Étymologie: ἐξ, ἀλλάσσω.