ἐξεγγύησις: Difference between revisions

From LSJ

ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me

Source
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξεγγύησις''': -εως, ἡ, [[ἐγγύησις]] ὑπέρ τινος, [[κυρίως]] [[ὅπως]] ἀπολυθῇ ἐκ τῆς εἱρκτῆς, «τὸ ἐξελέσθαι τινὰ δι’ ἐγγυητῶν καταστάσεως· Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Τιμοκράτους (725. 10)» Ἁρποκρ.
|lstext='''ἐξεγγύησις''': -εως, ἡ, [[ἐγγύησις]] ὑπέρ τινος, [[κυρίως]] [[ὅπως]] ἀπολυθῇ ἐκ τῆς εἱρκτῆς, «τὸ ἐξελέσθαι τινὰ δι’ ἐγγυητῶν καταστάσεως· Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Τιμοκράτους (725. 10)» Ἁρποκρ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />caution, garantie.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξεγγυάω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεγγῠησις Medium diacritics: ἐξεγγύησις Low diacritics: εξεγγύησις Capitals: ΕΞΕΓΓΥΗΣΙΣ
Transliteration A: exengýēsis Transliteration B: exengyēsis Transliteration C: ekseggyisis Beta Code: e)ceggu/hsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A giving of bail or surety, esp. to take one out of prison, -ησιν ποιεῖν D.24.77.

German (Pape)

[Seite 874] ἡ, die Bürgschaft, bes. um Einen von der Hast zu befreien, Dem. 24, 77; vgl. Meier att. Proceß p. 521.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεγγύησις: -εως, ἡ, ἐγγύησις ὑπέρ τινος, κυρίως ὅπως ἀπολυθῇ ἐκ τῆς εἱρκτῆς, «τὸ ἐξελέσθαι τινὰ δι’ ἐγγυητῶν καταστάσεως· Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Τιμοκράτους (725. 10)» Ἁρποκρ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
caution, garantie.
Étymologie: ἐξεγγυάω.