εὔζωμον: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔζωμον''': τό, φυτὸν οὗ τὰ σπέρματα ἐχρησίμευον παρὰ τοῖς ἀρχαίοις ὡς παρ’ ἡμῖν τὰ τοῦ σινάπεως. - Ἡ [[λέξις]] διετηρήθη ἐφθαρμένη ἐν τῷ πληθυν., [[διότι]] ὁ λαὸς τὰ εὔζωμα ὀνομάζει [[σήμερον]] «ζούματα», ἀλλὰ συνηθέστερον τὸ [[εὔζωμον]] ὀνομάζεται «ῥόκα», ἡ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 5, 3, Διοσκ. 2. 169. - Κυρίως οὐδ. τοῦ εὔζωμος, δηλ. ἐξ οὗ κατασκευάζεται καλὸς [[ζωμός]]. | |lstext='''εὔζωμον''': τό, φυτὸν οὗ τὰ σπέρματα ἐχρησίμευον παρὰ τοῖς ἀρχαίοις ὡς παρ’ ἡμῖν τὰ τοῦ σινάπεως. - Ἡ [[λέξις]] διετηρήθη ἐφθαρμένη ἐν τῷ πληθυν., [[διότι]] ὁ λαὸς τὰ εὔζωμα ὀνομάζει [[σήμερον]] «ζούματα», ἀλλὰ συνηθέστερον τὸ [[εὔζωμον]] ὀνομάζεται «ῥόκα», ἡ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 5, 3, Διοσκ. 2. 169. - Κυρίως οὐδ. τοῦ εὔζωμος, δηλ. ἐξ οὗ κατασκευάζεται καλὸς [[ζωμός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />roquette, plante.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ζωμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A rocket, Eruca sativa, Thphr.HP1.6.6, al., CP2.5.3, PCair.Zen.292.15 (iii B. C.), Dsc.2.140, POxy.1088.15 (i A. D.), Ael. NA6.46, Gal.1.681. (Prop.neut. of εὔζωμος, ον, making good broth.)
German (Pape)
[Seite 1066] τό, eine Pflanze, eruca, deren Saamen zum Würzen gebraucht wurde, Theophr.; eigtl. gute Brühe gebend, von εὔζωμος.
Greek (Liddell-Scott)
εὔζωμον: τό, φυτὸν οὗ τὰ σπέρματα ἐχρησίμευον παρὰ τοῖς ἀρχαίοις ὡς παρ’ ἡμῖν τὰ τοῦ σινάπεως. - Ἡ λέξις διετηρήθη ἐφθαρμένη ἐν τῷ πληθυν., διότι ὁ λαὸς τὰ εὔζωμα ὀνομάζει σήμερον «ζούματα», ἀλλὰ συνηθέστερον τὸ εὔζωμον ὀνομάζεται «ῥόκα», ἡ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 5, 3, Διοσκ. 2. 169. - Κυρίως οὐδ. τοῦ εὔζωμος, δηλ. ἐξ οὗ κατασκευάζεται καλὸς ζωμός.