ἐχέκολλος: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐχέκολλος''': -ον, [[πλήρης]] κόλλης, [[ῥητινώδης]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799· [[ἐλάτη]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5.6, 2· πηλοῦ ἐχεκόλλου Πλούτ. 2. 966D· τὸ ἐχέκολλον, ἡ [[κόλλα]], [[αὐτόθι]] 735Ε. -Ἐπιρρ. -λως, Διοσκ. 5. 172. | |lstext='''ἐχέκολλος''': -ον, [[πλήρης]] κόλλης, [[ῥητινώδης]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799· [[ἐλάτη]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5.6, 2· πηλοῦ ἐχεκόλλου Πλούτ. 2. 966D· τὸ ἐχέκολλον, ἡ [[κόλλα]], [[αὐτόθι]] 735Ε. -Ἐπιρρ. -λως, Διοσκ. 5. 172. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui colle, gluant ; τὸ ἐχέκολλον glu.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], [[κόλλα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A glutinous, sticky, Hp.Art.33 (Comp.); πηλός Plu.2.966d; τὸ ἐχέκολλον ib.735f; ἐχέκολλον μάλιστα ἡ πεύκη takes glue best, Thphr.HP5.6.2. Adv. -λως Dsc.5.153.
German (Pape)
[Seite 1124] Leim haltend, zusammenleimend; πηλός Plut. sol. an. 10; a. Sp.; τὸ ἐχέκολλον, der Leim, Plut. frat. amor. 7. – Adv., Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχέκολλος: -ον, πλήρης κόλλης, ῥητινώδης, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799· ἐλάτη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5.6, 2· πηλοῦ ἐχεκόλλου Πλούτ. 2. 966D· τὸ ἐχέκολλον, ἡ κόλλα, αὐτόθι 735Ε. -Ἐπιρρ. -λως, Διοσκ. 5. 172.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui colle, gluant ; τὸ ἐχέκολλον glu.
Étymologie: ἔχω, κόλλα.