Ἰξίων: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἰξίων''': ῑ, ονος, ὁ, [[μυθώδης]] τις βασιλεὺς τῆς Θεσσαλίας: τὸ [[ὄνομα]] [[αὐτοῦ]] πιθανῶς ἦτο = [[ἱκέτης]], [[διότι]] [[οὗτος]] ἦτο ὁ πρῶτος [[ἀνθρωποκτόνος]], καὶ [[ἑπομένως]] ὁ πρῶτος [[ἱκέτης]], πρβλ. Πινδ. Π. 2. 59 πρὸς Αἰσχύλ. Εὐμ. 441, 718, Διόδ. 4. 69, καὶ ἴδε Welcker Αἰσχύλ. Τριλογ. σ. 547, Müller εἰς Εὐμ. § 53· πληθ., οἱ Ἰξίονες Ἀριστ. Ποιητ. 18. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 207.
|lstext='''Ἰξίων''': ῑ, ονος, ὁ, [[μυθώδης]] τις βασιλεὺς τῆς Θεσσαλίας: τὸ [[ὄνομα]] [[αὐτοῦ]] πιθανῶς ἦτο = [[ἱκέτης]], [[διότι]] [[οὗτος]] ἦτο ὁ πρῶτος [[ἀνθρωποκτόνος]], καὶ [[ἑπομένως]] ὁ πρῶτος [[ἱκέτης]], πρβλ. Πινδ. Π. 2. 59 πρὸς Αἰσχύλ. Εὐμ. 441, 718, Διόδ. 4. 69, καὶ ἴδε Welcker Αἰσχύλ. Τριλογ. σ. 547, Müller εἰς Εὐμ. § 53· πληθ., οἱ Ἰξίονες Ἀριστ. Ποιητ. 18. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 207.
}}
{{bailly
|btext=ονος (ὁ) :<br />Ixion, <i>héros thessalien</i>.<br />'''Étymologie:'''.
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰξίων Medium diacritics: Ἰξίων Low diacritics: Ιξίων Capitals: ΙΞΙΩΝ
Transliteration A: Ixíōn Transliteration B: Ixiōn Transliteration C: Iksion Beta Code: *)ici/wn

English (LSJ)

[ῑ], ονος, ὁ, Ixion, Pi.P.2.32, etc.: perh. connected with ἱκέτης, cf. A.Eu.441: pl., Ἰξίονες

   A tragedies on the subject of I., Arist. Po.1456a1.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰξίων: ῑ, ονος, ὁ, μυθώδης τις βασιλεὺς τῆς Θεσσαλίας: τὸ ὄνομα αὐτοῦ πιθανῶς ἦτο = ἱκέτης, διότι οὗτος ἦτο ὁ πρῶτος ἀνθρωποκτόνος, καὶ ἑπομένως ὁ πρῶτος ἱκέτης, πρβλ. Πινδ. Π. 2. 59 πρὸς Αἰσχύλ. Εὐμ. 441, 718, Διόδ. 4. 69, καὶ ἴδε Welcker Αἰσχύλ. Τριλογ. σ. 547, Müller εἰς Εὐμ. § 53· πληθ., οἱ Ἰξίονες Ἀριστ. Ποιητ. 18. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 207.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
Ixion, héros thessalien.
Étymologie:.