καθάριος: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰθάριος''': ἴδε [[καθάρειος]].
|lstext='''κᾰθάριος''': ἴδε [[καθάρειος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />propre ; τὸ καθάριον la propreté;<br /><i>Cp.</i> καθαριώτερος, <i>Sp.</i> καθαριώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[καθαρός]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθάριος Medium diacritics: καθάριος Low diacritics: καθάριος Capitals: ΚΑΘΑΡΙΟΣ
Transliteration A: kathários Transliteration B: katharios Transliteration C: katharios Beta Code: kaqa/rios

English (LSJ)

   A v. καθάρειος.    II καθάριον, τό, purgative medicine, POxy.116.15 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1281] ον, reinlich, Reinlichkeit liebend u. bewahrend, sauber; ἀκολουθίσκος Posid. bei Ath. XII, 550 a; περὶ τὸν βίον Arist. rhet. 2, 4; σκευασία Menand. bei Ath. XIV, 661; καθάριοι ταῖς διαίταις D. Sic. 5, 33; vom Styl, Schol.; – τὸ καθάριον, = καθαριότης, Plut. Symp. 4, 1, 3. – Adv., z. B. καθαρίως ἐγχέειν Xen. Cyr. 1, 3, 8 (so nach Poll. 6, 27, nicht καθαρείως zu lesen); καθαρίως κατόψεσθαι, klar durchschauen, Pol. 6, 3, 4. Aber Strab. 3, 3, 6 μονοτροφοῦντες καθαρίως καὶ λιτῶς erinnert an die unter καθάρειος angeführten Stellen der com.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰθάριος: ἴδε καθάρειος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propre ; τὸ καθάριον la propreté;
Cp. καθαριώτερος, Sp. καθαριώτατος.
Étymologie: καθαρός.