Ἴων: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἴων''': -ωνος, ὁ, υἱὸς τοῦ Ξούθου (ἢ τοῦ Ἀπόλλωνος) καὶ τῆς Κρεούσης, ἐξ οὗ ἡ φυλὴ τῶν Ἰώνων, Ἡρόδ. 7. 94, κτλ.· - Ἴωνες, οἱ, ἴδε Clinton 1. 53, κἑξ.: - Ἰωνία, ἡ, ἡ [[χώρα]] αὐτῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 771. | |lstext='''Ἴων''': -ωνος, ὁ, υἱὸς τοῦ Ξούθου (ἢ τοῦ Ἀπόλλωνος) καὶ τῆς Κρεούσης, ἐξ οὗ ἡ φυλὴ τῶν Ἰώνων, Ἡρόδ. 7. 94, κτλ.· - Ἴωνες, οἱ, ἴδε Clinton 1. 53, κἑξ.: - Ἰωνία, ἡ, ἡ [[χώρα]] αὐτῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 771. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>Ἴωνος;<br /><i>adj. m.</i><br />d’Ionie, ionien ; [[οἱ]] Ἴωνες HDT les Ioniens, <i>l’une des quatre tribus principales des Hellènes</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. Ἰάονες.<br /><span class="bld">2</span>Ἴωνος (ὁ) :<br />Iôn (Ion) h. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ωνος, ὁ, Ion, Hdt.7.94, 8.44, E.Ion 74, etc.: Ἴωνες, οἱ,
A the Ionians, v. Ἰάονες; of those who spoke the Ionic dialect, A.D.Pron. 4.22, al.: Ἰωνία, ἡ, their country, A.Pers.771.
Greek (Liddell-Scott)
Ἴων: -ωνος, ὁ, υἱὸς τοῦ Ξούθου (ἢ τοῦ Ἀπόλλωνος) καὶ τῆς Κρεούσης, ἐξ οὗ ἡ φυλὴ τῶν Ἰώνων, Ἡρόδ. 7. 94, κτλ.· - Ἴωνες, οἱ, ἴδε Clinton 1. 53, κἑξ.: - Ἰωνία, ἡ, ἡ χώρα αὐτῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 771.
French (Bailly abrégé)
1Ἴωνος;
adj. m.
d’Ionie, ionien ; οἱ Ἴωνες HDT les Ioniens, l’une des quatre tribus principales des Hellènes.
Étymologie: cf. Ἰάονες.
2Ἴωνος (ὁ) :
Iôn (Ion) h.