κατάξηρος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάξηρος''': -ον, [[λίαν]] [[ξηρός]], κατεξηραμμένος, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 10, 5, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 3, κλ.· τὸ κατάξηρον τῆς ἐπιθυμίας, ἡ [[διάπυρος]], ἡ φλεγμαίνουσα, Ἀλκίφρων 1. 22., 3. 35. | |lstext='''κατάξηρος''': -ον, [[λίαν]] [[ξηρός]], κατεξηραμμένος, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 10, 5, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 3, κλ.· τὸ κατάξηρον τῆς ἐπιθυμίας, ἡ [[διάπυρος]], ἡ φλεγμαίνουσα, Ἀλκίφρων 1. 22., 3. 35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />tout à fait sec, entièrement desséché.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ξηρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A very dry, parched, γλῶσσαι Hp.Prorrh.1.3, cf. Arist.de An.422b5, Thphr.CP6.18.3, etc.; τὸ κ. τῆς βώλου Alciphr.3.35: metaph., ψυχὴ κ. LXXNu.11.6; τὸ κ. τῆς ἐπιθυμίας Alciphr.1.22; of persons, κ. γινομένους πρός τι ἀπαγορεύειν stale, Plu.2.8c. Adv. -ρως, πυρέσσειν Antyll. ap. Orib.9.23.6.
German (Pape)
[Seite 1367] sehr trocken, dürr, Arist. de anim. 2, 10 u. Sp., auch übertr., τὸ κατάξηρον τῆς ἐπιθυμίας Alciphr. 1, 22.
Greek (Liddell-Scott)
κατάξηρος: -ον, λίαν ξηρός, κατεξηραμμένος, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 10, 5, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 3, κλ.· τὸ κατάξηρον τῆς ἐπιθυμίας, ἡ διάπυρος, ἡ φλεγμαίνουσα, Ἀλκίφρων 1. 22., 3. 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait sec, entièrement desséché.
Étymologie: κατά, ξηρός.