κατακοιμιστής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακοιμιστής''': -οῦ, ὁ, [[ὅστις]] βάλλει τινὰ νὰ κοιμηθῇ, [[θαλαμηπόλος]], τοιοῦτοι ἦσαν εὐνοῦχοι τῶν βασιλέων τῆς Ἀσίας, Διόδ. 11, 69, Πλούτ. 2. 173D· πρβλ. [[κοιτωνίτης]]. | |lstext='''κατακοιμιστής''': -οῦ, ὁ, [[ὅστις]] βάλλει τινὰ νὰ κοιμηθῇ, [[θαλαμηπόλος]], τοιοῦτοι ἦσαν εὐνοῦχοι τῶν βασιλέων τῆς Ἀσίας, Διόδ. 11, 69, Πλούτ. 2. 173D· πρβλ. [[κοιτωνίτης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />valet de chambre.<br />'''Étymologie:''' [[κατακοιμίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who puts to bed, chamberlain, D.S.11.69, Ph.2.571, Plu.2.173e, Jul. ad Ath.272d, prob. in Ephor.191.131J.
German (Pape)
[Seite 1354] ὁ, der in Schlaf Bringende, der Kammerdiener, D. Sic. 11, 69, wie bei Plut. reg, apophth. p. 85 am Hofe der asiatischen Könige.
Greek (Liddell-Scott)
κατακοιμιστής: -οῦ, ὁ, ὅστις βάλλει τινὰ νὰ κοιμηθῇ, θαλαμηπόλος, τοιοῦτοι ἦσαν εὐνοῦχοι τῶν βασιλέων τῆς Ἀσίας, Διόδ. 11, 69, Πλούτ. 2. 173D· πρβλ. κοιτωνίτης.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
valet de chambre.
Étymologie: κατακοιμίζω.