κατασκοπέω: Difference between revisions
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατασκοπέω''': μέλλ. -σκέψομαι: ἀόρ. -εσκεψάμην, [[βλέπω]] ἐκ τοῦ πλησίον, [[ἐξετάζω]], ἐρευνῶ, κ. ὅπῃ... Εὐρ. Ἑλ. 1607·― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κατασκοπεῖσθαι θαμὰ ἑαυτήν, σκοπεῖν δὲ... Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· ἐπιθεωρῶ, [[ἐξετάζω]], Πολύβ. 10. 20, 2· τινὸς Πλουτ. Σόλ. 9· ἐνεργῶ κατασκόπευσιν, προσπαθῶ κρυφίως καὶ δολίως νὰ μάθω τι, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 39· [[προσέχω]], φυλάττω φυλακήν, Λατ. speculari, ἑπὶ πλοίων, Πολύβ. 3. 95, 6. | |lstext='''κατασκοπέω''': μέλλ. -σκέψομαι: ἀόρ. -εσκεψάμην, [[βλέπω]] ἐκ τοῦ πλησίον, [[ἐξετάζω]], ἐρευνῶ, κ. ὅπῃ... Εὐρ. Ἑλ. 1607·― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κατασκοπεῖσθαι θαμὰ ἑαυτήν, σκοπεῖν δὲ... Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· ἐπιθεωρῶ, [[ἐξετάζω]], Πολύβ. 10. 20, 2· τινὸς Πλουτ. Σόλ. 9· ἐνεργῶ κατασκόπευσιν, προσπαθῶ κρυφίως καὶ δολίως νὰ μάθω τι, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 39· [[προσέχω]], φυλάττω φυλακήν, Λατ. speculari, ἑπὶ πλοίων, Πολύβ. 3. 95, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />observer avec soin, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκοπέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. -σκέψομαι: aor. -εσκεψάμην:—
A view closely, spy out, reconnoitre, κ. ὅποι . . E.Hel.1607; τὰ ἀγγελλόμενα reconnoitre, Aen. Tact.23.10; εἴ πῃ . . X.Cyr.7.1.39, cf. Th.6.50, al.; τῶν πολεμίων Plu.Sol.9; keep a look-out, of ships, Plb. 3.95.6:—Med., -σκοπεῖσθαι ἑαυτήν X.Mem.2.1.22; αὐτὸς ἑαυτὸν κ. Arist.MM1213a5; inspect, τὰς πανοπλίας Plb.10.20.2; γραφήν POxy. 1414.4 (iii A.D.); of a medical examination, Gal.1.293.
German (Pape)
[Seite 1379] = Vorigem; ὅπη νοσοῖεν ξύμμαχοι κατασκοπῶν Eur. Hel. 1623; im med., Xen. Hem. 2, 1, 22; τὰς πανοπλίας, mustern, Pol. 10, 20, 2; Sp. S. κατασκέπτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκοπέω: μέλλ. -σκέψομαι: ἀόρ. -εσκεψάμην, βλέπω ἐκ τοῦ πλησίον, ἐξετάζω, ἐρευνῶ, κ. ὅπῃ... Εὐρ. Ἑλ. 1607·― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κατασκοπεῖσθαι θαμὰ ἑαυτήν, σκοπεῖν δὲ... Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· ἐπιθεωρῶ, ἐξετάζω, Πολύβ. 10. 20, 2· τινὸς Πλουτ. Σόλ. 9· ἐνεργῶ κατασκόπευσιν, προσπαθῶ κρυφίως καὶ δολίως νὰ μάθω τι, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 39· προσέχω, φυλάττω φυλακήν, Λατ. speculari, ἑπὶ πλοίων, Πολύβ. 3. 95, 6.