κατθέμεν: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(6_23)
 
(Bailly1_3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατθέμεν''': κάτθεμεν, κάτθετε, κάτθεσαν, κατθέμεθα, κατθέσθην, κατθέμενοι, κάτθεο, ἴδε ἐν λ. [[κατατίθημι]].
|lstext='''κατθέμεν''': κάτθεμεν, κάτθετε, κάτθεσαν, κατθέμεθα, κατθέσθην, κατθέμενοι, κάτθεο, ἴδε ἐν λ. [[κατατίθημι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>inf. ao.2 épq. sync. de</i> [[κατατίθημι]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

κατθέμεν: κάτθεμεν, κάτθετε, κάτθεσαν, κατθέμεθα, κατθέσθην, κατθέμενοι, κάτθεο, ἴδε ἐν λ. κατατίθημι.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. sync. de κατατίθημι.