κολόκυμα: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολόκῡμα''': τό, μέγα καὶ βαρὺ [[κῦμα]] πρὶν θραυσθῇ ([[κόλον]] [[κῦμα]] κατὰ τοὺς Γραμμ.)· ἡ «φουσκοθαλασσιὰ» ἥτις προηγεῖται τῆς τρικυμίας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 692, ― [[ἔνθα]] κεῖται ἐπὶ τῶν κομπαστικῶν ἀπειλῶν τοῦ Κλέωνος· ― πρβλ. [[σκώληξ]] ΙΙΙ.
|lstext='''κολόκῡμα''': τό, μέγα καὶ βαρὺ [[κῦμα]] πρὶν θραυσθῇ ([[κόλον]] [[κῦμα]] κατὰ τοὺς Γραμμ.)· ἡ «φουσκοθαλασσιὰ» ἥτις προηγεῖται τῆς τρικυμίας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 692, ― [[ἔνθα]] κεῖται ἐπὶ τῶν κομπαστικῶν ἀπειλῶν τοῦ Κλέωνος· ― πρβλ. [[σκώληξ]] ΙΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />vague allongée, longue lame, signe de tempête.<br />'''Étymologie:''' [[κόλος]], [[κῦμα]].
}}
}}