κύβη: Difference between revisions

From LSJ

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κύβη''': ἡ, ἡ [[κεφαλή]]· εὕρηται μόνον παρὰ Γραμμ. ὡς ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 543. 22 ([[ἔνθα]] φέρεται [[κύμβη]], [[αὐτόθι]] 545, 27, Εὐστ. 584. 17), ὡς ἡ [[ῥίζα]] τῶν λ. [[κύβδα]], κοβιστάω, [[κύβηβος]], [[κύμβαχος]], [[κύπτω]], [[κυφός]], κτλ.· πρβλ. κέβλη = [[κεφαλή]].
|lstext='''κύβη''': ἡ, ἡ [[κεφαλή]]· εὕρηται μόνον παρὰ Γραμμ. ὡς ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 543. 22 ([[ἔνθα]] φέρεται [[κύμβη]], [[αὐτόθι]] 545, 27, Εὐστ. 584. 17), ὡς ἡ [[ῥίζα]] τῶν λ. [[κύβδα]], κοβιστάω, [[κύβηβος]], [[κύμβαχος]], [[κύπτω]], [[κυφός]], κτλ.· πρβλ. κέβλη = [[κεφαλή]].
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />tête.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[κοττίς]], [[κύβος]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύβη Medium diacritics: κύβη Low diacritics: κύβη Capitals: ΚΥΒΗ
Transliteration A: kýbē Transliteration B: kybē Transliteration C: kyvi Beta Code: ku/bh

English (LSJ)

ἡ,

   A head, only as etym. of κυβιστάω, EM543.22; cf. κύμβη (B).

Greek (Liddell-Scott)

κύβη: ἡ, ἡ κεφαλή· εὕρηται μόνον παρὰ Γραμμ. ὡς ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 543. 22 (ἔνθα φέρεται κύμβη, αὐτόθι 545, 27, Εὐστ. 584. 17), ὡς ἡ ῥίζα τῶν λ. κύβδα, κοβιστάω, κύβηβος, κύμβαχος, κύπτω, κυφός, κτλ.· πρβλ. κέβλη = κεφαλή.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
tête.
Étymologie: DELG cf. κοττίς, κύβος.