κυνοπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠνοπρόσωπος''': -ον, ἔχων [[πρόσωπον]] κυνός, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 7. 2, π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 16· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, ὡς τὸ [[κυνοκέφαλος]], Αἰλ. π. Ζ. 10. 25.
|lstext='''κῠνοπρόσωπος''': -ον, ἔχων [[πρόσωπον]] κυνός, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 7. 2, π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 16· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, ὡς τὸ [[κυνοκέφαλος]], Αἰλ. π. Ζ. 10. 25.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à figure de chien.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[πρόσωπον]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοπρόσωπος Medium diacritics: κυνοπρόσωπος Low diacritics: κυνοπρόσωπος Capitals: ΚΥΝΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: kynoprósōpos Transliteration B: kynoprosōpos Transliteration C: kynoprosopos Beta Code: kunopro/swpos

English (LSJ)

ον,

   A dog-faced, Luc.DMar.7.2, VH1.16, S.E.P.3.219; of men, like κυνοκέφαλος, Ael.NA10.25.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον κυνός, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 7. 2, π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 16· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, ὡς τὸ κυνοκέφαλος, Αἰλ. π. Ζ. 10. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à figure de chien.
Étymologie: κύων, πρόσωπον.