κυλλός: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυλλός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων βεβλαμμένους τοὺς πόδας, [[χωλός]], [[κυρίως]] ἐπὶ ποδῶν κεκαμμένων πρὸς τὰ ἐκτὸς διὰ νόσον, ἀντίθ. τῷ [[βλαισός]], Ἱππ. π. Ἄρθ. 820, πρβλ. 819Β, 827Ε· μηρὸς κυλλότερος 822Β· κ. ποὺς 821Β, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1379· κ. οὖς Ἱππ. 805Η. ἴδε Foës. Oecon. ― ἔμβαλε κυλλῇ (δηλ. χειρί), [[βάλε]] εἰς τὸ κοῖλον τῆς χειρός, ἢ κατ’ ἄλλους εἰς τὸ «κουλλὸν χέρι», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1083, πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ.
|lstext='''κυλλός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων βεβλαμμένους τοὺς πόδας, [[χωλός]], [[κυρίως]] ἐπὶ ποδῶν κεκαμμένων πρὸς τὰ ἐκτὸς διὰ νόσον, ἀντίθ. τῷ [[βλαισός]], Ἱππ. π. Ἄρθ. 820, πρβλ. 819Β, 827Ε· μηρὸς κυλλότερος 822Β· κ. ποὺς 821Β, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1379· κ. οὖς Ἱππ. 805Η. ἴδε Foës. Oecon. ― ἔμβαλε κυλλῇ (δηλ. χειρί), [[βάλε]] εἰς τὸ κοῖλον τῆς χειρός, ἢ κατ’ ἄλλους εἰς τὸ «κουλλὸν χέρι», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1083, πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> courbé;<br /><b>2</b> tortu, déformé.<br />'''Étymologie:''' R. Κυρ, Κυλ, être courbé ; cf. [[κοῖλος]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυλλός Medium diacritics: κυλλός Low diacritics: κυλλός Capitals: ΚΥΛΛΟΣ
Transliteration A: kyllós Transliteration B: kyllos Transliteration C: kyllos Beta Code: kullo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A club-footed and bandy-legged, opp. βλαισός, Hp. Art.53, cf. 62; κ. πούς ib.53, Ar.Av.1379.    2 generally, deformed, contracted, κ. οὖς Hp.Art.40; crippled in the arm, κ. ἠκόντιζεν ἀμείνονα AP11.84 (Lucill.), cf. Ev.Matt.15.30, Gal.UP1.17, al.; ἔμβαλε κυλλῇ (sc. χειρί) put into a crooked hand, i.e. with the fingers crooked like a beggar's, to catch an alms, Ar.Eq.1083, cf. Sch.adloc.    2 of things, crooked, κ. κυκλάς PLond.3.776.10 (vi A.D.).    II κυλλά, τά, choliambi, Herod.8.79.

Greek (Liddell-Scott)

κυλλός: -ή, -όν, ὁ ἔχων βεβλαμμένους τοὺς πόδας, χωλός, κυρίως ἐπὶ ποδῶν κεκαμμένων πρὸς τὰ ἐκτὸς διὰ νόσον, ἀντίθ. τῷ βλαισός, Ἱππ. π. Ἄρθ. 820, πρβλ. 819Β, 827Ε· μηρὸς κυλλότερος 822Β· κ. ποὺς 821Β, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1379· κ. οὖς Ἱππ. 805Η. ἴδε Foës. Oecon. ― ἔμβαλε κυλλῇ (δηλ. χειρί), βάλε εἰς τὸ κοῖλον τῆς χειρός, ἢ κατ’ ἄλλους εἰς τὸ «κουλλὸν χέρι», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1083, πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 courbé;
2 tortu, déformé.
Étymologie: R. Κυρ, Κυλ, être courbé ; cf. κοῖλος.