μεθύστερος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεθύστερος''': -α, -ον, ὁ ἐπιγιγνόμενος, καλόν τ’ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροις, τοῖς ἐπιγιγνομένοις, τοῖς [[ἔπειτα]] ἐσομένοις, Αἰσχύλ. Θήβ. 581· μεθυστέρῳ ἐν χρόνῳ, ἐν τῷ [[μετὰ]] [[ταῦτα]] χρόνῳ, Κρατῖν. ἐν «Νεμέσει» 14. ΙΙ. οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ. ἐπὶ χρόνου, [[μετὰ]] [[ταῦτα]], [[μετέπειτα]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 205· τοσοῦτον [[μετὰ]] [[ταῦτα]], τοσοῦτον [[ὕστερον]], Αἰσχύλ. Χο. 516· οὐ μ., ἀμέσως, ἐν τῷ ἅμα, ἐντὸς ὀλίγου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 425· πολὺ ἀργά, Σοφ. Τρ. 710· οὕτω, τὸ μ., τὸ [[μετὰ]] [[ταῦτα]], εἰς τὸ ἑξῆς, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1133.
|lstext='''μεθύστερος''': -α, -ον, ὁ ἐπιγιγνόμενος, καλόν τ’ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροις, τοῖς ἐπιγιγνομένοις, τοῖς [[ἔπειτα]] ἐσομένοις, Αἰσχύλ. Θήβ. 581· μεθυστέρῳ ἐν χρόνῳ, ἐν τῷ [[μετὰ]] [[ταῦτα]] χρόνῳ, Κρατῖν. ἐν «Νεμέσει» 14. ΙΙ. οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ. ἐπὶ χρόνου, [[μετὰ]] [[ταῦτα]], [[μετέπειτα]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 205· τοσοῦτον [[μετὰ]] [[ταῦτα]], τοσοῦτον [[ὕστερον]], Αἰσχύλ. Χο. 516· οὐ μ., ἀμέσως, ἐν τῷ ἅμα, ἐντὸς ὀλίγου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 425· πολὺ ἀργά, Σοφ. Τρ. 710· οὕτω, τὸ μ., τὸ [[μετὰ]] [[ταῦτα]], εἰς τὸ ἑξῆς, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1133.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />postérieur ; [[οἱ]] μεθύστεροι les descendants, la postérité ; τὸ μεθύστερον le temps à venir ; <i>adv.</i> • μεθύστερον plus tard, trop tard.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ὕστερον]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθύστερος Medium diacritics: μεθύστερος Low diacritics: μεθύστερος Capitals: ΜΕΘΥΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: methýsteros Transliteration B: methysteros Transliteration C: methysteros Beta Code: mequ/steros

English (LSJ)

α, ον,

   A living after, καλόν τ' ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροις for posterity, A. Th.581; μεθυστέρῳ ἐν χρόνῳ in after time, Cratin. 119.    II neut. as Adv., of time, afterwards, ἔπειτα μ. h.Cer.205; so long after, so late, A.Ch.516; οὐ μ. in a moment, Id.Ag.425 (lyr.); too late, S. Tr.710; τὸ μ. hereafter, Id.Ph.1133 (lyr.), Porph. Abst.4.2.

German (Pape)

[Seite 114] hinterher, später, οἱ μεθύστεροι, die Nachkommen, Aesch. Spt. 563; das neutr. μεθύστερον, adverbial, später, nochmals, H. h. Cer. 205; Aesch. Ag. 413 Ch. 509; σοὶ οὐκέτι χρησόμενον τὸ μεθ., Soph. Phil. 1118; zu spät, Trach. 707.

Greek (Liddell-Scott)

μεθύστερος: -α, -ον, ὁ ἐπιγιγνόμενος, καλόν τ’ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροις, τοῖς ἐπιγιγνομένοις, τοῖς ἔπειτα ἐσομένοις, Αἰσχύλ. Θήβ. 581· μεθυστέρῳ ἐν χρόνῳ, ἐν τῷ μετὰ ταῦτα χρόνῳ, Κρατῖν. ἐν «Νεμέσει» 14. ΙΙ. οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ. ἐπὶ χρόνου, μετὰ ταῦτα, μετέπειτα, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 205· τοσοῦτον μετὰ ταῦτα, τοσοῦτον ὕστερον, Αἰσχύλ. Χο. 516· οὐ μ., ἀμέσως, ἐν τῷ ἅμα, ἐντὸς ὀλίγου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 425· πολὺ ἀργά, Σοφ. Τρ. 710· οὕτω, τὸ μ., τὸ μετὰ ταῦτα, εἰς τὸ ἑξῆς, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1133.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
postérieur ; οἱ μεθύστεροι les descendants, la postérité ; τὸ μεθύστερον le temps à venir ; adv. • μεθύστερον plus tard, trop tard.
Étymologie: μετά, ὕστερον.