μαγικός: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰγῐκός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς μάγους, Πλουτ. Θεμ. 29. ΙΙ. ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μαγείαν, βίβλοι Ψευδο-Φωκ. 138. | |lstext='''μᾰγῐκός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς μάγους, Πλουτ. Θεμ. 29. ΙΙ. ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μαγείαν, βίβλοι Ψευδο-Φωκ. 138. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de magicien.<br />'''Étymologie:''' [[μάγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, Magian,
A λόγοι Plu.Them.29: Μαγικός, ὁ (sc. λόγος), title of work by Antisthenes, Suid. s.v. Ἀντισθένης, or Aristotle, D.L.1.1. II magical, βίβλοι Ps.-Phoc.149; μ. τέχνη magic, LXX Wi.17.7; ἡ μ. Ph.2.316. 2 of persons, skilled in magic, Ptol. Tetr.72.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰγῐκός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς μάγους, Πλουτ. Θεμ. 29. ΙΙ. ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μαγείαν, βίβλοι Ψευδο-Φωκ. 138.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de magicien.
Étymologie: μάγος.