μέθοδος: Difference between revisions
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μέθοδος''': ἡ, (μετά, ὁδὸς) τὸ μεταβαίνειν πρὸς ἀναζήτησιν ἢ παραλαβήν τινος, τὴν τῆς νύμφης μέθοδον ποιοῦνται Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· - [[ἐντεῦθεν]], ΙΙ. ἐπιδίωξις γνώσεως, ἐπιστημονικὴ [[ἔρευνα]], [[ζήτησις]], Πλάτ. Σοφ. 218D, 235D, κ. ἀλλ.· μ. ποιοῦμαι, ἐπιδιώκω τὰς ἐρεύνας μου, [[αὐτόθι]] 243D· ἐν τῇ πρώτῃ μ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 2, 1. 2) ὁ [[τρόπος]] τῆς ἐπιδιώξεως τοιαύτης ἐρεύνης, [[μέθοδος]], [[σύστημα]], Πλάτ. Φαῖδρ. 270C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 1, 1, Πολιτικ. 1. 1. 3, κτλ.· ἡ διαλεκτικὴ μ. Πλάτ. Πολ. 533C, Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 20· ἐν συνδυασμῷ [[μετὰ]] τοῦ [[ἐπιστήμη]], [[τέχνη]], ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 1, 1· μ. ἔχειν [[αὐτόθι]] Τοπ. 1. 2, 1. 3) ἡ τοῦ κινεῖσθαι μ., τὸ [[δόγμα]], ἡ [[διδασκαλία]] τῆς κινήσεως, Πλάτ. Θεαίτ. 183C. 4) συστηματικὴ ἰατρική, ἰητὴρ μεθόδου... προστάτα Συλλ. Ἐπιγρ. 3283· πρβλ. [[μεθοδικός]]. | |lstext='''μέθοδος''': ἡ, (μετά, ὁδὸς) τὸ μεταβαίνειν πρὸς ἀναζήτησιν ἢ παραλαβήν τινος, τὴν τῆς νύμφης μέθοδον ποιοῦνται Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· - [[ἐντεῦθεν]], ΙΙ. ἐπιδίωξις γνώσεως, ἐπιστημονικὴ [[ἔρευνα]], [[ζήτησις]], Πλάτ. Σοφ. 218D, 235D, κ. ἀλλ.· μ. ποιοῦμαι, ἐπιδιώκω τὰς ἐρεύνας μου, [[αὐτόθι]] 243D· ἐν τῇ πρώτῃ μ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 2, 1. 2) ὁ [[τρόπος]] τῆς ἐπιδιώξεως τοιαύτης ἐρεύνης, [[μέθοδος]], [[σύστημα]], Πλάτ. Φαῖδρ. 270C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 1, 1, Πολιτικ. 1. 1. 3, κτλ.· ἡ διαλεκτικὴ μ. Πλάτ. Πολ. 533C, Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 20· ἐν συνδυασμῷ [[μετὰ]] τοῦ [[ἐπιστήμη]], [[τέχνη]], ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 1, 1· μ. ἔχειν [[αὐτόθι]] Τοπ. 1. 2, 1. 3) ἡ τοῦ κινεῖσθαι μ., τὸ [[δόγμα]], ἡ [[διδασκαλία]] τῆς κινήσεως, Πλάτ. Θεαίτ. 183C. 4) συστηματικὴ ἰατρική, ἰητὴρ μεθόδου... προστάτα Συλλ. Ἐπιγρ. 3283· πρβλ. [[μεθοδικός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>1</b> étude méthodique d’une question de science;<br /><b>2</b> voie détournée, fraude, artifice.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ὁδός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (μετά, ὁδός)
A following after, pursuit, νύμφης μέθοδον ποιεῖσθαι Anon. ap. Suid. s.v. ζεῦγος ἡμιονικόν (EM409.35):—hence, II pursuit of knowledge, investigation, Pl.Sph.218d, 235c, al.; μ. ποιεῖσθαι to pursue one's inquiry, ib.243d; ἐν τῇ πρώτῃ μ. Arist.Pol.1289a26: hence, treatise, Dam.Pr.451. 2 mode of prosecuting such inquiry, method, system, Pl.Phdr.270c, Arist.EN1129a6, Pol.1252a18, etc.; ἡ διαλεκτικὴ μ. Pl.R.533c, Arist.Rh.1358a4; joined with τέχνη, Id.EN 1094a1, cf. Phld.Rh.1.32 S.; μ. ἔχειν to have a plan or system, Arist.Top.101a29; ἡ περὶ τὸν πίνακα μ. Plu.Rom.12. 3 ἡ τοῦ πάντα κινεῖσθαι μ. the doctrine of motion, Pl.Tht.183c. 4 'methodic' medicine, ἰητὴρ μεθόδου . . προστάτα Epigr.Gr.306 (Smyrna), cf. Julian. ap.Gal.18(1).256. 5 Rhet., means, τῆς εὑρέσεως, τοῦ κατορθοῦν, τοῦ ἀνεπαχθῶς ἑαυτὸν ἐπαινεῖν, Hermog.Meth.2,22,25. b means of recognizing, τῶν στάσεων Id.Stat.1,2. c mode of treating the subject-matter, Id.Id.1.1. III trick, ruse, Plu.2.176a: pl., Vett. Val.242.11; μ. ἐρωτικαί Aristaenet.1.17; stratagem, LXX 2 Ma. 13.18.
German (Pape)
[Seite 113] ἡ, das Nachgehen, Verfolgen; wohl nur vom kunstgemäßen, wissenschaftlichen Verfolgen einer Idee, von der wissenschaftlichen Behandlung eines Gegenstandes, u. bes. das geregelte Verfahren dabei, die Methode, ἡ διαλεκτικὴ μεθ. μόνη ταύτῃ πορεύεται, Plat. Rep. VII, 533 c, vgl. οὐχ ᾗ Τισίας πορεύεται δοκεῖ μοι φαίνεσθαι ἡ μέθοδος, Phaedr. 269 d; τῇ τοιᾷδε μεθόδῳ τῶν λόγων, Polit. 266 d; ποιεῖσθαι τὴν μέθοδον, Soph. 243 d; vgl. noch Rep. IV, 435 d Legg. I, 638 e. So vrbdt Arist. Eth. 1, 1 τέχνη καὶ μέθοδος, der auch eine wissenschaftliche Abhandlung, Schrift, so nannte. – Von den künstlichen Wendungen der Rhetoren wurde es übh. auf ein listiges Ersinnen übertragen, u. bedeutet später auch die List, Plut. reg. apophth. p. 91.
Greek (Liddell-Scott)
μέθοδος: ἡ, (μετά, ὁδὸς) τὸ μεταβαίνειν πρὸς ἀναζήτησιν ἢ παραλαβήν τινος, τὴν τῆς νύμφης μέθοδον ποιοῦνται Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· - ἐντεῦθεν, ΙΙ. ἐπιδίωξις γνώσεως, ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, ζήτησις, Πλάτ. Σοφ. 218D, 235D, κ. ἀλλ.· μ. ποιοῦμαι, ἐπιδιώκω τὰς ἐρεύνας μου, αὐτόθι 243D· ἐν τῇ πρώτῃ μ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 2, 1. 2) ὁ τρόπος τῆς ἐπιδιώξεως τοιαύτης ἐρεύνης, μέθοδος, σύστημα, Πλάτ. Φαῖδρ. 270C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 1, 1, Πολιτικ. 1. 1. 3, κτλ.· ἡ διαλεκτικὴ μ. Πλάτ. Πολ. 533C, Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 20· ἐν συνδυασμῷ μετὰ τοῦ ἐπιστήμη, τέχνη, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 1, 1· μ. ἔχειν αὐτόθι Τοπ. 1. 2, 1. 3) ἡ τοῦ κινεῖσθαι μ., τὸ δόγμα, ἡ διδασκαλία τῆς κινήσεως, Πλάτ. Θεαίτ. 183C. 4) συστηματικὴ ἰατρική, ἰητὴρ μεθόδου... προστάτα Συλλ. Ἐπιγρ. 3283· πρβλ. μεθοδικός.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 étude méthodique d’une question de science;
2 voie détournée, fraude, artifice.
Étymologie: μετά, ὁδός.