μεσουρανέω: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσουρᾰνέω''': εἶμαι κατὰ τὸ [[μέσον]] τοῦ οὐρανοῦ· ἐπὶ τῶν οὐρανίων σωμάτων, εἶμαι ἐν τῷ μεσημβρινῷ, εἰς τὸ κατακόρυφον [[σημεῖον]], Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 4, κ. ἀλλ.
|lstext='''μεσουρᾰνέω''': εἶμαι κατὰ τὸ [[μέσον]] τοῦ οὐρανοῦ· ἐπὶ τῶν οὐρανίων σωμάτων, εἶμαι ἐν τῷ μεσημβρινῷ, εἰς τὸ κατακόρυφον [[σημεῖον]], Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 4, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être au milieu du ciel, <i>càd</i> au méridien, au midi.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[οὐρανός]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσουρᾰνέω Medium diacritics: μεσουρανέω Low diacritics: μεσουρανέω Capitals: ΜΕΣΟΥΡΑΝΕΩ
Transliteration A: mesouranéō Transliteration B: mesouraneō Transliteration C: mesouraneo Beta Code: mesourane/w

English (LSJ)

   A to be in mid-heaven; of heavenly bodies, culminate, be in the meridian, Arist.Mete.373b13, Hipparch.1.7.11, etc.; μεσσουρανέουσα σελήνη Man.5.189.    II μ. ὑπὸ γῆν to be at the nadir, Gem. 2.19.

German (Pape)

[Seite 140] mitten am Himmel stehen, von der Sonne, um Mittag culminiren, Arist. Meteorl. 3, 4, Plut., u. oft bei Maneth.

Greek (Liddell-Scott)

μεσουρᾰνέω: εἶμαι κατὰ τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ· ἐπὶ τῶν οὐρανίων σωμάτων, εἶμαι ἐν τῷ μεσημβρινῷ, εἰς τὸ κατακόρυφον σημεῖον, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 4, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être au milieu du ciel, càd au méridien, au midi.
Étymologie: μέσος, οὐρανός.