νείαιρα: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νείαιρᾰ''': Ἰων. -ρη, ἡ, ἀνώμ. θηλ. συγκρ. (πρβλ. πρέσβειρα) τοῦ [[νέος]], ὡς τὰ [[νέατος]], [[νείατος]] [[εἶναι]] ὑπερθετ., νειαίρῃ δ’ ἐν γαστρί, ἐν τῷ κατωτέρῳ μέρει τῆς κοιλίας, Ἰλ. Ε. 539, 616, κλ.· νειαίρην σάρκα Νικ. Ἀλεξιφ. 270 - ὡς οὐσιαστ., ἡ [[νείαιρα]], τὸ [[ὑπογάστριον]], Ἱππ. Κωακ. Προγν. 215. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει συνῃρ. τύπον «νειρή· [[κοιλία]] ἐσχάτη» [[ὅθεν]] ὁ Casaub. διορθοῖ νείρᾳ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1479· πρβλ. νειρό, ΙΙ. ΙΙ. ὡς θηλ. κύρ. [[ὄνομα]] Νέαιρα, (= ἡ νεωτέρα).
|lstext='''νείαιρᾰ''': Ἰων. -ρη, ἡ, ἀνώμ. θηλ. συγκρ. (πρβλ. πρέσβειρα) τοῦ [[νέος]], ὡς τὰ [[νέατος]], [[νείατος]] [[εἶναι]] ὑπερθετ., νειαίρῃ δ’ ἐν γαστρί, ἐν τῷ κατωτέρῳ μέρει τῆς κοιλίας, Ἰλ. Ε. 539, 616, κλ.· νειαίρην σάρκα Νικ. Ἀλεξιφ. 270 - ὡς οὐσιαστ., ἡ [[νείαιρα]], τὸ [[ὑπογάστριον]], Ἱππ. Κωακ. Προγν. 215. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει συνῃρ. τύπον «νειρή· [[κοιλία]] ἐσχάτη» [[ὅθεν]] ὁ Casaub. διορθοῖ νείρᾳ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1479· πρβλ. νειρό, ΙΙ. ΙΙ. ὡς θηλ. κύρ. [[ὄνομα]] Νέαιρα, (= ἡ νεωτέρα).
}}
{{bailly
|btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br />plus récente ; qui vient ensuite, <i>avec idée de lieu</i> qui vient après, au-dessous : γαστὴρ νειαίρη IL le bas-ventre, les entrailles.<br />'''Étymologie:''' Cp. épq. et ion. de [[νέος]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νείαιρᾰ Medium diacritics: νείαιρα Low diacritics: νείαιρα Capitals: ΝΕΙΑΙΡΑ
Transliteration A: neíaira Transliteration B: neiaira Transliteration C: neiaira Beta Code: nei/aira

English (LSJ)

acc. sg.

   A -ᾰν Il.16.465, Hp.Mul.1.64, 2.137, Nat.Mul.5, 6, al. (codd. opt.), Call.Fr.106 codd., Nic.Al.270; dat. -ῃ Il. (v. infr.):—fem. Adj. (formed like γέραιρα) with comp. sense, lower, νειαίρῃ δ' ἐν γαστρί in the lower part of the belly, Il.5.539,616, cf. Hp. ll.cc.; νείαιραν σάρκα Nic. l.c.:—also νέαιρα, νέαιραν γνάθον Simon. 244.    II Subst., ἡ νείαιρα the abdomen, βάρος ἐν νειαίρῃ Hp.Coac. 579, cf. Call. l.c.; cf. νειρός (A). (Cogn. with νέατος (A): orig. perh. Νήαιρα, whence νέαιρα (lengthd. to νείαιρα in text of Hom.), contr. Νῇρα, whence νεῖρα.)

German (Pape)

[Seite 236] ἡ (eine Art comparat. zu νέος, vgl. νείατος); bei Hom. nur in der Vrbdg νείαιρα γαστήρ, der untere Theil des Bauches, der Unterleib, IL. 5, 539. 16, 485. 17, 519 (vgl. ὕστερος); σάρξ, Nic. Al. 270; bei Hippocr. subst. ἡ ν., der Unterleib, νείαιραν εἰς πλευράν, Eur. Rhes. 794.

Greek (Liddell-Scott)

νείαιρᾰ: Ἰων. -ρη, ἡ, ἀνώμ. θηλ. συγκρ. (πρβλ. πρέσβειρα) τοῦ νέος, ὡς τὰ νέατος, νείατος εἶναι ὑπερθετ., νειαίρῃ δ’ ἐν γαστρί, ἐν τῷ κατωτέρῳ μέρει τῆς κοιλίας, Ἰλ. Ε. 539, 616, κλ.· νειαίρην σάρκα Νικ. Ἀλεξιφ. 270 - ὡς οὐσιαστ., ἡ νείαιρα, τὸ ὑπογάστριον, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 215. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει συνῃρ. τύπον «νειρή· κοιλία ἐσχάτη» ὅθεν ὁ Casaub. διορθοῖ νείρᾳ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1479· πρβλ. νειρό, ΙΙ. ΙΙ. ὡς θηλ. κύρ. ὄνομα Νέαιρα, (= ἡ νεωτέρα).

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
plus récente ; qui vient ensuite, avec idée de lieu qui vient après, au-dessous : γαστὴρ νειαίρη IL le bas-ventre, les entrailles.
Étymologie: Cp. épq. et ion. de νέος.