νυμφαγωγός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυμφᾰγωγός''': -όν, ὁ νυμφαγωγῶν, ὁ ἄγων τὴν νύμφην, Εὐρ. Ι. Α. 610˙ ἰδίως ὁ ἄγων αὐτὴν ἐκ τοῦ οἴκου της εἰς τὸν τοῦ νυμφίου, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 16˙ [[μάλιστα]] ἐπὶ β΄γάμου, Εὐστ. 652. 45, [[Πολυδ]]. Γ΄, 41. ΙΙ. ὁ διαπραγματευόμενος γάμον [[ὑπὲρ]] ἑτέρου, «[[προξενητής]]», Πλούτ. 2. 329Ε. Πρβλ. [[νυμφευτής]].
|lstext='''νυμφᾰγωγός''': -όν, ὁ νυμφαγωγῶν, ὁ ἄγων τὴν νύμφην, Εὐρ. Ι. Α. 610˙ ἰδίως ὁ ἄγων αὐτὴν ἐκ τοῦ οἴκου της εἰς τὸν τοῦ νυμφίου, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 16˙ [[μάλιστα]] ἐπὶ β΄γάμου, Εὐστ. 652. 45, [[Πολυδ]]. Γ΄, 41. ΙΙ. ὁ διαπραγματευόμενος γάμον [[ὑπὲρ]] ἑτέρου, «[[προξενητής]]», Πλούτ. 2. 329Ε. Πρβλ. [[νυμφευτής]].
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui conduit la fiancée à son époux.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]], [[ἄγω]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφᾰγωγός Medium diacritics: νυμφαγωγός Low diacritics: νυμφαγωγός Capitals: ΝΥΜΦΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: nymphagōgós Transliteration B: nymphagōgos Transliteration C: nymfagogos Beta Code: numfagwgo/s

English (LSJ)

όν,

   A leader of the bride, E.IA610 ; esp. one who leads her from her home to the bridegroom's house, Luc.DDeor.20.16 ; esp. in case of a second marriage, Poll.3.41, Eust.652.45 : metaph., of the Argo, as bearing Medea, ν. τρόπιν Lyc.1025.    2 generally, friend, LXXGe.21.22,Jd.14.20.    II one who negotiates a marriage for another, Plu.2.329f. Cf. νυμφευτής.

Greek (Liddell-Scott)

νυμφᾰγωγός: -όν, ὁ νυμφαγωγῶν, ὁ ἄγων τὴν νύμφην, Εὐρ. Ι. Α. 610˙ ἰδίως ὁ ἄγων αὐτὴν ἐκ τοῦ οἴκου της εἰς τὸν τοῦ νυμφίου, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 16˙ μάλιστα ἐπὶ β΄γάμου, Εὐστ. 652. 45, Πολυδ. Γ΄, 41. ΙΙ. ὁ διαπραγματευόμενος γάμον ὑπὲρ ἑτέρου, «προξενητής», Πλούτ. 2. 329Ε. Πρβλ. νυμφευτής.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui conduit la fiancée à son époux.
Étymologie: νύμφη, ἄγω.