ξανθόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξανθόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ξανθὰς τρίχας, Σόλων 24· ξανθότριχα... Φερένικον Βακχυλ. V, 37 Blass, Θεόκρ. 18. 1.
|lstext='''ξανθόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ξανθὰς τρίχας, Σόλων 24· ξανθότριχα... Φερένικον Βακχυλ. V, 37 Blass, Θεόκρ. 18. 1.
}}
{{bailly
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />aux cheveux blonds <i>ou</i> aux poils jaunes.<br />'''Étymologie:''' [[ξανθός]], [[θρίξ]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 275] τριχος, mit goldgelbem, blondem Haare; vom Menelaos, Theocr. 18, 1; von einem Pferde, Bacchyl. bei Schol. Pind. Ol. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ξανθὰς τρίχας, Σόλων 24· ξανθότριχα... Φερένικον Βακχυλ. V, 37 Blass, Θεόκρ. 18. 1.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux blonds ou aux poils jaunes.
Étymologie: ξανθός, θρίξ.