ὀλιγαρχέω: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγαρχέω''': εἶμαι [[μέλος]] ὀλιγαρχίας, οἱ ὀλιγαρχοῦντες Ἀριστ. Πολιτ. 4. 15, 13. - Παθ., κυβερνῶμαι ὑπὸ τῶν ὀλίγων, διατελῶ ὑπὸ ὀλιγαρχίαν, Θουκ. 5. 31., 8. 63, 76, Πλάτ. Πολ. 552Β, κ. ἀλλ.
|lstext='''ὀλῐγαρχέω''': εἶμαι [[μέλος]] ὀλιγαρχίας, οἱ ὀλιγαρχοῦντες Ἀριστ. Πολιτ. 4. 15, 13. - Παθ., κυβερνῶμαι ὑπὸ τῶν ὀλίγων, διατελῶ ὑπὸ ὀλιγαρχίαν, Θουκ. 5. 31., 8. 63, 76, Πλάτ. Πολ. 552Β, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être membre d’une oligarchie ; <i>Pass.</i> être gouverné par une oligarchie.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλιγάρχης]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγαρχέω Medium diacritics: ὀλιγαρχέω Low diacritics: ολιγαρχέω Capitals: ΟΛΙΓΑΡΧΕΩ
Transliteration A: oligarchéō Transliteration B: oligarcheō Transliteration C: oligarcheo Beta Code: o)ligarxe/w

English (LSJ)

   A to be a member of an oligarchy, οἱ -οῦντες Arist.Pol. 1300a8 :—Pass., to be governed by the few, be under an oligarchy, Th. 5.31, 8.63,76, Pl.R.552b, al.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγαρχέω: εἶμαι μέλος ὀλιγαρχίας, οἱ ὀλιγαρχοῦντες Ἀριστ. Πολιτ. 4. 15, 13. - Παθ., κυβερνῶμαι ὑπὸ τῶν ὀλίγων, διατελῶ ὑπὸ ὀλιγαρχίαν, Θουκ. 5. 31., 8. 63, 76, Πλάτ. Πολ. 552Β, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être membre d’une oligarchie ; Pass. être gouverné par une oligarchie.
Étymologie: ὀλιγάρχης.