οὐδέποτε: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐδέποτε''': παρ’ Ἴωσι πεζογράφοις, [[οὐδέκοτε]], Δωρ οὐδέποκα Θεόκρ. 2. 157, κτλ.· ἐπίρρ., Λατιν. ne unquam quidem, nunquam, παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] παρῳχημένων χρόνων· ἀλλὰ μετ’ ἐνεστ., Ὀδ. Κ. 464, Ἡσ. Θ. 759· [[μετὰ]] μέλλ., Ὀδ. Β. 203, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 174· ― παρ’ Ἀττ. τὸ [[οὐδέποτε]] συνήθως εὕρηται μετ’ ἐνεστ. ἢ μέλλ., τὸ δὲ [[οὐδεπώποτε]] [[μετὰ]] παρῳχημένων χρόνων· καὶ αὕτη ἡ σπουδὴ περὶ τὴν γραμματικὴν ἀκρίβειαν παρήγαγε τὸν κανόνα τοῦ Φρυνίχου, τὸ [[οὐδέποτε]] ἐπὶ μέλλοντος..., [[οὐδεπώποτε]] δὲ [[μετὰ]] παρεληλυθότος· ἀλλ’ [[ὅμως]] τὸ [[οὐδέποτε]] ἀπαντᾷ [[μετὰ]] παρῳχημένου χρόνου παρὰ τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν συγγραφέων, Ξεν. Ἀν. 2, 6, 13, Ἀγησ. 11, 7, Ἑκ. 20, 22, Αἰσχίν. 75. 8, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 107· ― καὶ προφανῶς ὁ κανὼν τοῦ Πρισκιαν. (Γραμμ. 18. 1196) [[εἶναι]] πολλῷ λογικώτερος, [[οὐδέποτε]] tam in praeterito quam in futuro, quomodo et nos ‘nunquam’· οἱ μεταγεν. ἠμέλησαν νὰ ἀναφέρωσι τὸ πω εἰς τὸ παρελθόν, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 458· ― αἱ αὐταὶ παρατηρήσεις ἐφαρμόζονται εἰς τὰ οὔποτε, [[οὔπω]], οὐδέπω, οὐπώποπε, ὡς καὶ εἰς τὰ [[μηδέποτε]], μηπώποτε· ― ὁ Wolf. ἐν Ὁμ. [[ἐνίοτε]] γράφει [[οὐδέποτε]], [[ἄλλοτε]] [[οὐδέ]] ποτε· [[ἐνίοτε]] δὲ [[λέξις]] τις παρεντίθεται ὡς: οὐδ’ Ἀχιλῆά ποθ’ ὧδέ γ’ [[ἐδείδιμεν]] Ἰλ. Ζ. 99.
|lstext='''οὐδέποτε''': παρ’ Ἴωσι πεζογράφοις, [[οὐδέκοτε]], Δωρ οὐδέποκα Θεόκρ. 2. 157, κτλ.· ἐπίρρ., Λατιν. ne unquam quidem, nunquam, παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] παρῳχημένων χρόνων· ἀλλὰ μετ’ ἐνεστ., Ὀδ. Κ. 464, Ἡσ. Θ. 759· [[μετὰ]] μέλλ., Ὀδ. Β. 203, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 174· ― παρ’ Ἀττ. τὸ [[οὐδέποτε]] συνήθως εὕρηται μετ’ ἐνεστ. ἢ μέλλ., τὸ δὲ [[οὐδεπώποτε]] [[μετὰ]] παρῳχημένων χρόνων· καὶ αὕτη ἡ σπουδὴ περὶ τὴν γραμματικὴν ἀκρίβειαν παρήγαγε τὸν κανόνα τοῦ Φρυνίχου, τὸ [[οὐδέποτε]] ἐπὶ μέλλοντος..., [[οὐδεπώποτε]] δὲ [[μετὰ]] παρεληλυθότος· ἀλλ’ [[ὅμως]] τὸ [[οὐδέποτε]] ἀπαντᾷ [[μετὰ]] παρῳχημένου χρόνου παρὰ τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν συγγραφέων, Ξεν. Ἀν. 2, 6, 13, Ἀγησ. 11, 7, Ἑκ. 20, 22, Αἰσχίν. 75. 8, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 107· ― καὶ προφανῶς ὁ κανὼν τοῦ Πρισκιαν. (Γραμμ. 18. 1196) [[εἶναι]] πολλῷ λογικώτερος, [[οὐδέποτε]] tam in praeterito quam in futuro, quomodo et nos ‘nunquam’· οἱ μεταγεν. ἠμέλησαν νὰ ἀναφέρωσι τὸ πω εἰς τὸ παρελθόν, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 458· ― αἱ αὐταὶ παρατηρήσεις ἐφαρμόζονται εἰς τὰ οὔποτε, [[οὔπω]], οὐδέπω, οὐπώποπε, ὡς καὶ εἰς τὰ [[μηδέποτε]], μηπώποτε· ― ὁ Wolf. ἐν Ὁμ. [[ἐνίοτε]] γράφει [[οὐδέποτε]], [[ἄλλοτε]] [[οὐδέ]] ποτε· [[ἐνίοτε]] δὲ [[λέξις]] τις παρεντίθεται ὡς: οὐδ’ Ἀχιλῆά ποθ’ ὧδέ γ’ [[ἐδείδιμεν]] Ἰλ. Ζ. 99.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />jamais.<br />'''Étymologie:''' [[οὐδέ]], [[ποτέ]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδέποτε Medium diacritics: οὐδέποτε Low diacritics: ουδέποτε Capitals: ΟΥΔΕΠΟΤΕ
Transliteration A: oudépote Transliteration B: oudepote Transliteration C: oudepote Beta Code: ou)de/pote

English (LSJ)

in Ion. Prose οὐδέκοτε, Dor. οὐδέποκα prob. in IG22.1126.5 (cf. μηδέποκα ib. 11), etc.:—Conj. and Adv.

   A and not ever or nor ever, not even ever or never, in Hom. mostly with past tenses, Il.1.155, 5.789, al.: but with pres., Od.10.464, Hes.Th.759: with fut., Od.2.203, Hes.Op.176; in Att., οὐδέποτε is commonly found with pres. or fut. (or its equivalent, as in οὐδέποτε μὴ λειφθῇ SIG800.29 (Lycosura, i A. D.)), οὐδεπώποτε with past tenses, so οὐδέποτε ἐπὶ μέλλοντος... ἐπὶ δὲ παρῳχημένου τὸ οὐδεπώποτε Phryn.PSp.91 B.: but οὐδέποτε occurs with past tenses in Com.Adesp.23 (cited by Phryn. l.c.), X.An.2.6.13, Ages.11.7, Oec.20.22, Aeschin.3.151, Men.653; cf. οὐδέποτε tam in praeterito quam in futuro, quomodo et nos 'nunquam', Priscian.Inst. 18.257: in late writers the reference of πω to past time was neglected, v. οὐδεπώποτε, and cf. ἐξ ὧν ἀνάγκη . . μηδεπώποτε ἐλευθερίας ἐπιτυγχάνειν D.Chr.14.1; cf. οὐδέπω, οὔποτε, οὔπω, οὐπώποτε, also μηδέποτε, μηπώποτε.—In Hom. οὐδέ ποτε shd. prob. be written divisim: sts. a word is put between, as in Il.6.99.

German (Pape)

[Seite 410] ion. οὐδέκοτε, auch nicht jemals, d. i. niemals, nie; gew. mit dem Präteritum, und in Bezug auf eine andere Zeitdauer, ὄφρα μὲν ἐς πόλεμον πωλέσκετο δῖος Ἀχιλλεύς, οὐδέποτε Τρῶες πρὸ πυλάων οἴχνεσκον, Il. 5, 788; οὐδέ ποτ' ἔσβη πῦρ, 9, 471, u. sonst; auch getrennt, οὐδ' Ἆχιλῆά ποθ' ὧδέ γ' ἐδείδιμεν, 6, 99; u. so auch in Prosa, wiewohl selten (vgl. οὐδεπώποτε); φιλίᾳ ἑπομένους οὐδέποτ' εἶχεν, Xen. An. 2, 6, 13; vgl. Lob. Phryn. p. 458; – auch c. praes., Od. 10, 565; Hes. Th. 759, wie Plat. Gorg. 473 b; – c. fut., Od. 2, 203; Hes. O. 178; οὐκ ἔμελλον ἄρα λείψειν οὐδέποτε, Soph. Phil. 1073; – öfter auch zweimal neben einander, 1182; u. so gew. in Prosa, Plat. Phil. 37 b Soph. 261 c u. sonst. – Uebrigens schwankt die Schreibart oft, u. es wird bald in einem Worte, bald getrennt geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδέποτε: παρ’ Ἴωσι πεζογράφοις, οὐδέκοτε, Δωρ οὐδέποκα Θεόκρ. 2. 157, κτλ.· ἐπίρρ., Λατιν. ne unquam quidem, nunquam, παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ παρῳχημένων χρόνων· ἀλλὰ μετ’ ἐνεστ., Ὀδ. Κ. 464, Ἡσ. Θ. 759· μετὰ μέλλ., Ὀδ. Β. 203, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 174· ― παρ’ Ἀττ. τὸ οὐδέποτε συνήθως εὕρηται μετ’ ἐνεστ. ἢ μέλλ., τὸ δὲ οὐδεπώποτε μετὰ παρῳχημένων χρόνων· καὶ αὕτη ἡ σπουδὴ περὶ τὴν γραμματικὴν ἀκρίβειαν παρήγαγε τὸν κανόνα τοῦ Φρυνίχου, τὸ οὐδέποτε ἐπὶ μέλλοντος..., οὐδεπώποτε δὲ μετὰ παρεληλυθότος· ἀλλ’ ὅμως τὸ οὐδέποτε ἀπαντᾷ μετὰ παρῳχημένου χρόνου παρὰ τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν συγγραφέων, Ξεν. Ἀν. 2, 6, 13, Ἀγησ. 11, 7, Ἑκ. 20, 22, Αἰσχίν. 75. 8, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 107· ― καὶ προφανῶς ὁ κανὼν τοῦ Πρισκιαν. (Γραμμ. 18. 1196) εἶναι πολλῷ λογικώτερος, οὐδέποτε tam in praeterito quam in futuro, quomodo et nos ‘nunquam’· οἱ μεταγεν. ἠμέλησαν νὰ ἀναφέρωσι τὸ πω εἰς τὸ παρελθόν, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 458· ― αἱ αὐταὶ παρατηρήσεις ἐφαρμόζονται εἰς τὰ οὔποτε, οὔπω, οὐδέπω, οὐπώποπε, ὡς καὶ εἰς τὰ μηδέποτε, μηπώποτε· ― ὁ Wolf. ἐν Ὁμ. ἐνίοτε γράφει οὐδέποτε, ἄλλοτε οὐδέ ποτε· ἐνίοτε δὲ λέξις τις παρεντίθεται ὡς: οὐδ’ Ἀχιλῆά ποθ’ ὧδέ γ’ ἐδείδιμεν Ἰλ. Ζ. 99.

French (Bailly abrégé)

adv.
jamais.
Étymologie: οὐδέ, ποτέ.