παιδοτριβέω: Difference between revisions
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παιδοτρῐβέω''': εἶμαι [[παιδοτρίβης]], [[διδάσκαλος]] τῆς γυμναστικῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 255, 262, 264-6, κ. ἀλλ. 2) [[καθόλου]], [[γυμνάζω]], [[παιδεύω]], [[ἀνατρέφω]], π. τινα πονηρὸν [[εἶναι]] Δημ. 771. 26· τινα ἔν τινι Πλούτ. 2. 795Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. πράγματος, π. τυραννίδα ὁ αὐτ. ἐν Συγκρ. Κικ. καὶ Δημ. 4. ΙΙΙ. = [[παιδεραστέω]]. Ἀνθ. Π. 12. 34, 222. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 274. | |lstext='''παιδοτρῐβέω''': εἶμαι [[παιδοτρίβης]], [[διδάσκαλος]] τῆς γυμναστικῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 255, 262, 264-6, κ. ἀλλ. 2) [[καθόλου]], [[γυμνάζω]], [[παιδεύω]], [[ἀνατρέφω]], π. τινα πονηρὸν [[εἶναι]] Δημ. 771. 26· τινα ἔν τινι Πλούτ. 2. 795Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. πράγματος, π. τυραννίδα ὁ αὐτ. ἐν Συγκρ. Κικ. καὶ Δημ. 4. ΙΙΙ. = [[παιδεραστέω]]. Ἀνθ. Π. 12. 34, 222. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 274. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />former des enfants par des exercices de gymnastique ; exercer, <i>p. ext.</i> instruire.<br />'''Étymologie:''' [[παιδοτρίβης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be a gymnastic trainer, IG2.1224, SIG577.25 (Milet., iii/ii B. C.), etc. 2 generally, train, exercise, educate, τινα D. 25.7; τινὰ ἔν τινι Plu.2.795e: metaph., πεπαιδοτριβηκὼς τυραννίδα trained up, Plu. Comp.Dem.Cic.4:—Pass., ψυχῆς πεπαιδοτριβημένης Ph.2.265; π. ἐπὶ στρατηγίᾳ παρά τινος Jul. Caes.324d. II = παιδεραστέω, AP12.34 (Autom.), 222 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 441] ein παιδοτρίβης sein, Knaben in der Ringkunst unterrichten und üben, übh. unterrichten; τὸν ἀεὶ βουλόμενον πονηρὸν εἶναι, Dem. 25, 7; τινὰ ἔν τινι, Plut. an seni 24. – Im obscönen Sinne = παιδεραστέω, Strat. 64 (XII, 222); Automed. 1 (XII, 34).
Greek (Liddell-Scott)
παιδοτρῐβέω: εἶμαι παιδοτρίβης, διδάσκαλος τῆς γυμναστικῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 255, 262, 264-6, κ. ἀλλ. 2) καθόλου, γυμνάζω, παιδεύω, ἀνατρέφω, π. τινα πονηρὸν εἶναι Δημ. 771. 26· τινα ἔν τινι Πλούτ. 2. 795Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. πράγματος, π. τυραννίδα ὁ αὐτ. ἐν Συγκρ. Κικ. καὶ Δημ. 4. ΙΙΙ. = παιδεραστέω. Ἀνθ. Π. 12. 34, 222. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 274.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
former des enfants par des exercices de gymnastique ; exercer, p. ext. instruire.
Étymologie: παιδοτρίβης.