παγκράτιον: Difference between revisions
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παγκράτιον''': τό, ([[παγκρατής]]), [[πλήρης]] [[ἀγών]], ἄσκησις τῶν Ἑλλήνων νέων περιλαμβάνουσα τήν τε πάλην καὶ τὴν πυγμήν, (ὁ θλίβειν καὶ κατέχειν δυνάμενος, [[παλαιστικός]]· ὁ δὲ ὦσαι τῇ πληγῇ, [[πυκτικός]]· ὁ δ’ ἀμφοτέροις τούτοις, [[παγκρατιαστικός]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14), Ξενοφάν, 2 (5). 3 Bgk , Ἡρόδ. 9. 105, καὶ [[συχν]]. παρὰ Πινδ. [[ὅστις]] ἐξύμνησε πολλὰς νίκας εἰς τὸ [[παγκράτιον]] ἐν τοῖς Νεμεονίκαις αὑτοῦ καὶ Ἰσθμιονίκαις, π. [[νικᾶν]] Θουκ. 5. 49· π. μάχεσθαι Ἀριστοφ. Σφ. 1191· ὁ π. ἠσκηκὼς Πλάτ. Νόμ. 795Β [[συχν]]. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ., ὡς 1421, 1590, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[φυτόν]] τι, scilla maritima, Διοσκ. 2. 203. | |lstext='''παγκράτιον''': τό, ([[παγκρατής]]), [[πλήρης]] [[ἀγών]], ἄσκησις τῶν Ἑλλήνων νέων περιλαμβάνουσα τήν τε πάλην καὶ τὴν πυγμήν, (ὁ θλίβειν καὶ κατέχειν δυνάμενος, [[παλαιστικός]]· ὁ δὲ ὦσαι τῇ πληγῇ, [[πυκτικός]]· ὁ δ’ ἀμφοτέροις τούτοις, [[παγκρατιαστικός]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14), Ξενοφάν, 2 (5). 3 Bgk , Ἡρόδ. 9. 105, καὶ [[συχν]]. παρὰ Πινδ. [[ὅστις]] ἐξύμνησε πολλὰς νίκας εἰς τὸ [[παγκράτιον]] ἐν τοῖς Νεμεονίκαις αὑτοῦ καὶ Ἰσθμιονίκαις, π. [[νικᾶν]] Θουκ. 5. 49· π. μάχεσθαι Ἀριστοφ. Σφ. 1191· ὁ π. ἠσκηκὼς Πλάτ. Νόμ. 795Β [[συχν]]. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ., ὡς 1421, 1590, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[φυτόν]] τι, scilla maritima, Διοσκ. 2. 203. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />pancrace, combat gymnique comprenant la lutte ([[πάλη]]) et le pugilat ([[πυγμή]]).<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κράτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, (παγκρατής) '
A all-in' contest in boxing and wrestling, Xenoph.2.5, Pi.N.5.52, al., Hdt.9.105, IG5(1).658.14 (Sparta), 7.1765 (Thespiae), etc.; π. νικᾶν Th.5.49; π. μάχεσθαι Ar.V.1191; ὁ π. ἠσκηκώς Pl.Lg.795b. II sea daffodil, Pancratium maritimum, Dsc.2.172, Plin.HN27.92. 2 = στοιχάς, Ps.-Dsc.3.26. 3 v. πάγκρανον.
German (Pape)
[Seite 436] τό, der All-, Gesammtkampf, eine Uebung, welche das Ringen, πάλη, u. den Faustkampf, πυγμή, verband (s. das Vorige); Pind. N. 3 u. 5 I. 3, 4, 5 feiern Siege in diesem Kampfe; μεγαυχεῖ παγκρατίῳ ἐστεφάνωσεν, N. 11, 21; Ar. Vesp. 1191; τῇ τοῦ παγκρατίου μάχῃ, Plat. Legg. VIII, 834 a; ὁ τελέως παγκράτιον ἠσκηκώς, VII, 795 b; Sp., wie Luc. u. Plut., vgl. Symp. 2, 4. – Bei Diosc. auch Pflanzenname.
Greek (Liddell-Scott)
παγκράτιον: τό, (παγκρατής), πλήρης ἀγών, ἄσκησις τῶν Ἑλλήνων νέων περιλαμβάνουσα τήν τε πάλην καὶ τὴν πυγμήν, (ὁ θλίβειν καὶ κατέχειν δυνάμενος, παλαιστικός· ὁ δὲ ὦσαι τῇ πληγῇ, πυκτικός· ὁ δ’ ἀμφοτέροις τούτοις, παγκρατιαστικός, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14), Ξενοφάν, 2 (5). 3 Bgk , Ἡρόδ. 9. 105, καὶ συχν. παρὰ Πινδ. ὅστις ἐξύμνησε πολλὰς νίκας εἰς τὸ παγκράτιον ἐν τοῖς Νεμεονίκαις αὑτοῦ καὶ Ἰσθμιονίκαις, π. νικᾶν Θουκ. 5. 49· π. μάχεσθαι Ἀριστοφ. Σφ. 1191· ὁ π. ἠσκηκὼς Πλάτ. Νόμ. 795Β συχν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ., ὡς 1421, 1590, κ. ἀλλ. ΙΙ. φυτόν τι, scilla maritima, Διοσκ. 2. 203.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
pancrace, combat gymnique comprenant la lutte (πάλη) et le pugilat (πυγμή).
Étymologie: πᾶς, κράτος.