παραμυθητικός: Difference between revisions
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραμῡθητικός''': -ή, -όν, [[παρηγορητικός]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 3· ἱκανὸς [[ὅπως]] ἀνακουφίσῃ τι, ἀνακουφιστικὸς (ἐξυπακουομ. τοῦ τῶν [[ἑαυτοῦ]] παθῶν) Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 70· π. [[λόγος]], ἐπιστολὴ παραμυθητική, ὁποίαν ὁ Πλούταρχος ἔγραψε πρὸς τὸν Ἀπολλώνιον, 2. 101F, κἑξ.· οὕτω, τὸ -κόν, [[παραμυθία]], [[παρηγορία]], Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 6. 4. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 225. 41. | |lstext='''παραμῡθητικός''': -ή, -όν, [[παρηγορητικός]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 3· ἱκανὸς [[ὅπως]] ἀνακουφίσῃ τι, ἀνακουφιστικὸς (ἐξυπακουομ. τοῦ τῶν [[ἑαυτοῦ]] παθῶν) Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 70· π. [[λόγος]], ἐπιστολὴ παραμυθητική, ὁποίαν ὁ Πλούταρχος ἔγραψε πρὸς τὸν Ἀπολλώνιον, 2. 101F, κἑξ.· οὕτω, τὸ -κόν, [[παραμυθία]], [[παρηγορία]], Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 6. 4. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 225. 41. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à consoler, consolant.<br />'''Étymologie:''' [[παραμυθέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A consolatory, -μυθητικὸν ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ Arist.EN1171b2 ; able to assuage (sc. τῶν ἑαυτοῦ παθῶν), Chrysipp. ap. S.E.P.1.70 ; π. λόγος a letter of consolation, such as Plu. wrote to Apollonius, 2.101e sq.; π. ὑπόληψις D.Chr.12.40 ; τὸ -κόν consolation, D.H.Rh.6.4. Adv. -κῶς Eust.225.41, Sch.A.R.2.622.
German (Pape)
[Seite 490] ή, όν, ermunternd, tröstend; λόγος, Trostrede, Plut. u. Sp.; Arist. sagt auch eth. 9, 11, 3 παραμυθητικὸν ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ. – Adv., Sp., wie Schol. Ap. Rh. 2, 624.
Greek (Liddell-Scott)
παραμῡθητικός: -ή, -όν, παρηγορητικός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 3· ἱκανὸς ὅπως ἀνακουφίσῃ τι, ἀνακουφιστικὸς (ἐξυπακουομ. τοῦ τῶν ἑαυτοῦ παθῶν) Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 70· π. λόγος, ἐπιστολὴ παραμυθητική, ὁποίαν ὁ Πλούταρχος ἔγραψε πρὸς τὸν Ἀπολλώνιον, 2. 101F, κἑξ.· οὕτω, τὸ -κόν, παραμυθία, παρηγορία, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 6. 4. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 225. 41.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à consoler, consolant.
Étymologie: παραμυθέομαι.