παριστορέω: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παριστορέω''': ἐν παρόδῳ ἐρωτῶ ἢ ἐρευνῶ, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 1, 25. ΙΙ. διηγοῦμαι ἢ παρατηρῶ ἐν παρόδῳ, Πλούτ. 2. 891Α, Ἄννα Κομν. 1. 186. 2) ψευδῶς διηγοῦμαι, μή τις οἰέσθω παριστορεῖν ἡμᾶς τὰ κατὰ τούτους τοὺς χρόνους Θεοφυλ. Σιμ. Ἱστ. 174C.
|lstext='''παριστορέω''': ἐν παρόδῳ ἐρωτῶ ἢ ἐρευνῶ, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 1, 25. ΙΙ. διηγοῦμαι ἢ παρατηρῶ ἐν παρόδῳ, Πλούτ. 2. 891Α, Ἄννα Κομν. 1. 186. 2) ψευδῶς διηγοῦμαι, μή τις οἰέσθω παριστορεῖν ἡμᾶς τὰ κατὰ τούτους τοὺς χρόνους Θεοφυλ. Σιμ. Ἱστ. 174C.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />raconter en passant.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἱστορέω]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παριστορέω Medium diacritics: παριστορέω Low diacritics: παριστορέω Capitals: ΠΑΡΙΣΤΟΡΕΩ
Transliteration A: paristoréō Transliteration B: paristoreō Transliteration C: paristoreo Beta Code: paristore/w

English (LSJ)

   A inquire by the way, Cic. Att.6.1.25.    II narrate or notice incidentally, Placit. 2.24.4, Dam.Pr. 123.

German (Pape)

[Seite 524] 1) dabei, beiläufig erfragen, erzählen, Schaef. Schol. Par. Ap. Rh. 2, 160. – 2) falsch erzählen, Plut. plac. phil. 2, 24, oder richtiger = 1.

Greek (Liddell-Scott)

παριστορέω: ἐν παρόδῳ ἐρωτῶ ἢ ἐρευνῶ, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 1, 25. ΙΙ. διηγοῦμαι ἢ παρατηρῶ ἐν παρόδῳ, Πλούτ. 2. 891Α, Ἄννα Κομν. 1. 186. 2) ψευδῶς διηγοῦμαι, μή τις οἰέσθω παριστορεῖν ἡμᾶς τὰ κατὰ τούτους τοὺς χρόνους Θεοφυλ. Σιμ. Ἱστ. 174C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
raconter en passant.
Étymologie: παρά, ἱστορέω.