παροξυσμός: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παροξυσμός''': ὁ, [[ἐρεθισμός]], φιλονικία, Δημ. 1105. 25· ἐγένετο οὖν [[παροξυσμός]], [[ὥστε]] χωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ’ [[ἀλλήλων]] Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 39· «τὸ σφοδρότερον ἀπὸ θυμοῦ [[κίνημα]] παροξυσμὸς ὀνομάζεται» Βασίλ., π. ἀγάπης, [[παρακίνησις]] ἢ [[παρόρμησις]] πρὸς .., Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. κ΄, 24. 2) ἡ σοβαρὰ προσβολὴ νόσου τινός, ἡ ἐπὶ τὰ χείρω τροπὴ αὐτῆς, Λατιν. accessio, Ἱππ. Ἀφ. 1243.
|lstext='''παροξυσμός''': ὁ, [[ἐρεθισμός]], φιλονικία, Δημ. 1105. 25· ἐγένετο οὖν [[παροξυσμός]], [[ὥστε]] χωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ’ [[ἀλλήλων]] Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 39· «τὸ σφοδρότερον ἀπὸ θυμοῦ [[κίνημα]] παροξυσμὸς ὀνομάζεται» Βασίλ., π. ἀγάπης, [[παρακίνησις]] ἢ [[παρόρμησις]] πρὸς .., Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. κ΄, 24. 2) ἡ σοβαρὰ προσβολὴ νόσου τινός, ἡ ἐπὶ τὰ χείρω τροπὴ αὐτῆς, Λατιν. accessio, Ἱππ. Ἀφ. 1243.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> action d’exciter, de stimuler;<br /><b>II.</b> <i>en mauv. part</i>;<br /><b>1</b> irritation;<br /><b>2</b> paroxysme d’une maladie.<br />'''Étymologie:''' [[παροξύνω]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροξυσμός Medium diacritics: παροξυσμός Low diacritics: παροξυσμός Capitals: ΠΑΡΟΞΥΣΜΟΣ
Transliteration A: paroxysmós Transliteration B: paroxysmos Transliteration C: paroksysmos Beta Code: parocusmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A irritation, exasperation, D.45.14, LXX Je.39(32).37, Act.Ap.15.39 ; π. ἀγάπης provokingor exciting to . ., Ep.Hebr.10.24.    2 severe fit of a disease, paroxysm, Hp.Aph.1.11,12, Gal.17(2).387, etc.

German (Pape)

[Seite 527] ὁ, Anreizung, Erbitterung, ἢ φιλονεικία Dem. 45, 14, u. Sp., wie N. T. – Bei den Aerzten Fieberanfall, bes. der Zeitpunkt, wo die Krankheit heftiger wird.

Greek (Liddell-Scott)

παροξυσμός: ὁ, ἐρεθισμός, φιλονικία, Δημ. 1105. 25· ἐγένετο οὖν παροξυσμός, ὥστε χωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 39· «τὸ σφοδρότερον ἀπὸ θυμοῦ κίνημα παροξυσμὸς ὀνομάζεται» Βασίλ., π. ἀγάπης, παρακίνησιςπαρόρμησις πρὸς .., Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. κ΄, 24. 2) ἡ σοβαρὰ προσβολὴ νόσου τινός, ἡ ἐπὶ τὰ χείρω τροπὴ αὐτῆς, Λατιν. accessio, Ἱππ. Ἀφ. 1243.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. action d’exciter, de stimuler;
II. en mauv. part;
1 irritation;
2 paroxysme d’une maladie.
Étymologie: παροξύνω.