πεῖνα: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεῖνα''': Ἰων. πείνη, ης, ὡς καὶ νῦν, [[πεῖνα]], [[λιμός]], πείνη δ’ οὔποτε δῆμον ἐπέρχεται Ὀδ. Ο. 407· [[πεῖνα]] καὶ [[δίψα]] Πλάτ. Πολ. 585A· πεῖναν ... καὶ δίψαν [[αὐτόθι]] 437D· [[δίψα]] καὶ [[πεῖνα]] Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 3, 4· ἀλλ’ ὁ Ἰων. [[τύπος]] [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Πλάτωνος, πείνην καὶ [[δίψος]] Φίληβ. 34D, πρβλ. 52A· πείνη [[αὐτόθι]] 31E, Λῦσις 221A· πρβλ. Piers. εἰς Μοῖριν 194, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 499· - πληθ., δίψαι καὶ πεῖναι Ἀριστοφ. Ρητ. 2. 12, 4. 2) μεταφορ., σφοδρὰ ἐπιθυμία, [[πόθος]] πράγματός τινος, διὰ μαθημάτων πείνην Πλάτ. Φίληβ. 52A. (Kατὰ τὸ φαινόμενον ἐκ τῆς √ΠΕΝ, ἴδε [[πένομαι]].)
|lstext='''πεῖνα''': Ἰων. πείνη, ης, ὡς καὶ νῦν, [[πεῖνα]], [[λιμός]], πείνη δ’ οὔποτε δῆμον ἐπέρχεται Ὀδ. Ο. 407· [[πεῖνα]] καὶ [[δίψα]] Πλάτ. Πολ. 585A· πεῖναν ... καὶ δίψαν [[αὐτόθι]] 437D· [[δίψα]] καὶ [[πεῖνα]] Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 3, 4· ἀλλ’ ὁ Ἰων. [[τύπος]] [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Πλάτωνος, πείνην καὶ [[δίψος]] Φίληβ. 34D, πρβλ. 52A· πείνη [[αὐτόθι]] 31E, Λῦσις 221A· πρβλ. Piers. εἰς Μοῖριν 194, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 499· - πληθ., δίψαι καὶ πεῖναι Ἀριστοφ. Ρητ. 2. 12, 4. 2) μεταφορ., σφοδρὰ ἐπιθυμία, [[πόθος]] πράγματός τινος, διὰ μαθημάτων πείνην Πλάτ. Φίληβ. 52A. (Kατὰ τὸ φαινόμενον ἐκ τῆς √ΠΕΝ, ἴδε [[πένομαι]].)
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />faim, besoin de manger.<br />'''Étymologie:''' R. Πεν p. Σπεν, souffrir ; cf. [[πένομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεῖνα Medium diacritics: πεῖνα Low diacritics: πείνα Capitals: ΠΕΙΝΑ
Transliteration A: peîna Transliteration B: peina Transliteration C: peina Beta Code: pei=na

English (LSJ)

Ion. πείνη, ης, ἡ,

   A hunger, famine, πείνη δ' οὔ ποτε δῆμον ἐπέρχεται Od. 15.407 ; πεῖνα (v.l. πείνη ) καὶ δίψα Pl.R.585a ; δίψαν . . καὶ πεῖναν ib.437d ; δίψα καὶ πεῖνα Arist. de An.414b11 ; πείνην τε καὶ δίψος Pl.Phlb.34d ; πείνη ib. 31e, Ly.221a : pl., δίψαι καὶ πεῖναι Arist. Rh. 1389a9.    2 metaph., hunger or longing for a thing, διὰ μαθημάτων πείνην Pl.Phlb.52a. (In nom. and acc. sg. Pl. usu. has πείνη -ην, v. supr.)

German (Pape)

[Seite 544] ἡ, ion. u. ev. πείνη, welche Form auch Plat. Phil. 31 e Lys. 221 a u. sonst sich findet (verwandt mit πένομαι, πένης?). Hunger, Hungersnoth; Od. 15, 407; πεῖνα καὶ δίψα, Plat. Rep. IX, 585 a; Folgde; auch übertr., heftige Begierde, μαθημάτων, Plat. Phil. 52 a.

Greek (Liddell-Scott)

πεῖνα: Ἰων. πείνη, ης, ὡς καὶ νῦν, πεῖνα, λιμός, πείνη δ’ οὔποτε δῆμον ἐπέρχεται Ὀδ. Ο. 407· πεῖνα καὶ δίψα Πλάτ. Πολ. 585A· πεῖναν ... καὶ δίψαν αὐτόθι 437D· δίψα καὶ πεῖνα Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 3, 4· ἀλλ’ ὁ Ἰων. τύπος ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Πλάτωνος, πείνην καὶ δίψος Φίληβ. 34D, πρβλ. 52A· πείνη αὐτόθι 31E, Λῦσις 221A· πρβλ. Piers. εἰς Μοῖριν 194, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 499· - πληθ., δίψαι καὶ πεῖναι Ἀριστοφ. Ρητ. 2. 12, 4. 2) μεταφορ., σφοδρὰ ἐπιθυμία, πόθος πράγματός τινος, διὰ μαθημάτων πείνην Πλάτ. Φίληβ. 52A. (Kατὰ τὸ φαινόμενον ἐκ τῆς √ΠΕΝ, ἴδε πένομαι.)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
faim, besoin de manger.
Étymologie: R. Πεν p. Σπεν, souffrir ; cf. πένομαι.