προωθέω: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προωθέω''': μέλλ. -ωθήσω, καὶ -ώσω· ἀόρ. προέωσα, συνῃρ. μετοχ. [[πρώσας]] Ἀνθ. Π. 12. 206, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 9. 10. Ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, «σπρώχνω» ἢ [[ἐπείγω]], «[[βιάζω]]», Πλάτ. Φαίδων 84D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 1, κ. ἀλλ.· βιαίως πρ. τινὰ ἐπί τι Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 450C· πρ. αὐτόν, ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐφορμῶ, Ξεν. Κυν. 10, 10. ΙΙ. ἀπωθῶ, ὠθῶ [[μακράν]], ὅρος [[παλαιστικός]], Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''προωθέω''': μέλλ. -ωθήσω, καὶ -ώσω· ἀόρ. προέωσα, συνῃρ. μετοχ. [[πρώσας]] Ἀνθ. Π. 12. 206, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 9. 10. Ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, «σπρώχνω» ἢ [[ἐπείγω]], «[[βιάζω]]», Πλάτ. Φαίδων 84D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 1, κ. ἀλλ.· βιαίως πρ. τινὰ ἐπί τι Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 450C· πρ. αὐτόν, ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐφορμῶ, Ξεν. Κυν. 10, 10. ΙΙ. ἀπωθῶ, ὠθῶ [[μακράν]], ὅρος [[παλαιστικός]], Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> προωθήσω <i>et</i> προώσω ; <i>ao.</i> προέωσα;<br />pousser en avant ; faire avancer, pousser.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὠθέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
aor. προέωσα, contr. part.
A πρώσας Hp.Nat.Mul.3, AP12.206 (Strat.), Luc.Asin.9; imper. πρῶσον prob. in Hsch.:—push forward, propel, Pl.Phd.84d (metaph.), Arist.HA611b32, al., Agatharch. 5, PPetr.2p.59 (iii B.C.); βιαίως π. τινὰ ἐπί τι Chrysipp.Stoic.3.95; π. αὑτόν rush on, X.Cyn.10.10. 2 simply, push, ὀπίσω Hp.Mul.1.69, cf. 2.145, Herod.Med.in Rh.Mus.58.106 (Pass.), Antyll. ap. Orib. 46.27.6; κάτω Hp.Nat.Mul.l.c. II thrust forward, sens. obsc., Luc. l.c. III Pass., to be pushed forward, Thphr.HP3.6.2; τὸ στῆθος ἔξω προεωθεῖτο, in tetanus, Aristid.Or.49(25).17.
German (Pape)
[Seite 801] (s. ὠθέω), vorwärts oder nach vorn stoßen, Plat. Phaed. 84 d u. Folgde; ἐπὶ τὸ πολὺ προωθεῖται ὁ χοῦς, Pol. 4, 41, 3; Luc. pro laps. 16; – auch ein Fechterausdruck; πρώσας = προώσας Strat. 48 (XII, 206), wie Luc. Asin. 10.
Greek (Liddell-Scott)
προωθέω: μέλλ. -ωθήσω, καὶ -ώσω· ἀόρ. προέωσα, συνῃρ. μετοχ. πρώσας Ἀνθ. Π. 12. 206, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 9. 10. Ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, «σπρώχνω» ἢ ἐπείγω, «βιάζω», Πλάτ. Φαίδων 84D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 1, κ. ἀλλ.· βιαίως πρ. τινὰ ἐπί τι Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 450C· πρ. αὐτόν, ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐφορμῶ, Ξεν. Κυν. 10, 10. ΙΙ. ἀπωθῶ, ὠθῶ μακράν, ὅρος παλαιστικός, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. προωθήσω et προώσω ; ao. προέωσα;
pousser en avant ; faire avancer, pousser.
Étymologie: πρό, ὠθέω.