σκοπιήτης: Difference between revisions
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκοπιήτης''': -ου, ὁ, (σκοπιὰ) [[ὀρεινός]], ἐπίθ. τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 16, 34, 109· [[ἔνθα]] ὁ Σουΐδ. ἑρμηνεύει: «[[κατάσκοπος]], [[πρόσκοπος]]», ἐκ τοῦ [[σκοπιάω]]. | |lstext='''σκοπιήτης''': -ου, ὁ, (σκοπιὰ) [[ὀρεινός]], ἐπίθ. τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 16, 34, 109· [[ἔνθα]] ὁ Σουΐδ. ἑρμηνεύει: «[[κατάσκοπος]], [[πρόσκοπος]]», ἐκ τοῦ [[σκοπιάω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui habite les lieux élevés (Pan).<br />'''Étymologie:''' [[σκοπιά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (σκοπιά)
A highlander, epith. of Pan, AP6.16 (Arch.), 34 (Rhian.), 109 (Antip.). (Glossed κατάσκοπος by Suid.)
German (Pape)
[Seite 903] ὁ, 1) der Späher, Kundschafter. – 2) der Bergbewohner; Πάν, Archi 7 (VI, 16); σκοπιῆτα Rhian. 8 (VI, 34).
Greek (Liddell-Scott)
σκοπιήτης: -ου, ὁ, (σκοπιὰ) ὀρεινός, ἐπίθ. τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 16, 34, 109· ἔνθα ὁ Σουΐδ. ἑρμηνεύει: «κατάσκοπος, πρόσκοπος», ἐκ τοῦ σκοπιάω.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui habite les lieux élevés (Pan).
Étymologie: σκοπιά.