ταξιαρχέω: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταξιαρχέω''': εἶμαι [[ταξίαρχος]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 444, Θουκ. 8. 92, Λυσί 130. 21, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 14· τ. τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 5.
|lstext='''ταξιαρχέω''': εἶμαι [[ταξίαρχος]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 444, Θουκ. 8. 92, Λυσί 130. 21, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 14· τ. τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 5.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />commander une compagnie, un bataillon.<br />'''Étymologie:''' [[ταξίαρχος]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταξῐαρχέω Medium diacritics: ταξιαρχέω Low diacritics: ταξιαρχέω Capitals: ΤΑΞΙΑΡΧΕΩ
Transliteration A: taxiarchéō Transliteration B: taxiarcheō Transliteration C: taksiarcheo Beta Code: taciarxe/w

English (LSJ)

   A to be a taxiarch, command the contingent (τάξις) supplied by an Athenian φυλή, ταξιαρχῶν καὶ τὴν ἑαυτοῦ φυλὴν ἔχων Th. 8.92, cf. Ar.Pax444, Lys.13.7, D.39.17, Arist.Pol.1277b11, IG22.956.49; ἐὰν ἡμῶν τις -αρχῇ ἢ λοχαγῇ σοι X.Mem.3.1.5.

German (Pape)

[Seite 1068] ein Taxiarch sein; Ar. Pax 436; Thuc. 8, 92; Lys. 13, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ταξιαρχέω: εἶμαι ταξίαρχος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 444, Θουκ. 8. 92, Λυσί 130. 21, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 14· τ. τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
commander une compagnie, un bataillon.
Étymologie: ταξίαρχος.