πός: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πός''': ἀντων.· ἐξιχνιαζομένη ἐν τοῖς ἐρωτηματικοῖς τύποις, ποῦ, ποῖ, πῇ, πῶς, πω, [[πόθι]], [[πόθεν]], [[πότε]], [[πότε]], [[πότερος]], [[πόστος]], [[ποῖος]], [[πόσος]], εἰς ἕκαστον δὲ τούτων ὑπάρχει [[ἀντίστοιχος]] [[τύπος]], που, ποι, πη, πως, κτλ.· ― ἐν τοῖς τύποις τούτοις τὸ π παρὰ τοῖς Ἴωσι παρίσταται διὰ τοῦ κ. [[οἷον]] κοῦ, κοῖ, κτλ.· οἱ ἰσοδύναμοι τύποι ἐν τῇ Σανσκρ. καὶ Λατ. kas. kâ, = quis, quae? kva= qvâ? kutas-quo? kathâ = quî, quomodo? kadâ = quum? ka-tar?s = [[πότερος]], uter? ka-tamas = quis e plur bus? kati = quantus? κτλ.· πρβλ. Λιθ. kas (τίς;) kada ([[πότε]];) katras (uter?)· Γοτθ. hvas (τίς;) hvan ([[πότε]];), hvathar (Ἀγγλ. whether), κτλ. Πλὴν τούτων ὑπάρχουσι καὶ ἀναφορ. τύποι, [[ὅπου]], [[ὅποι]], ὅπη, [[ὅπως]], [[ὁπόθεν]], [[ὁποῖος]], κλπ.· παρὰ τοῖς Ἐπικ. καὶ τοῖς Αἰολεῦσι τὸ π τοῦτο διπλασιάζεται, [[ὅππως]], [[ὁππόθεν]], κλπ.· καὶ [[οὗτος]] [[εἶναι]] πιθανῶς ὁ παλαιότερος [[τύπος]], καθ’ ὃν τὸ π [[εἶναι]] [[λείψανον]] τοῦ ϝ, ὅπϝως ἢ ὅκϝως, κτλ.· ἴδε Κούρτ. ἀρ. 631). | |lstext='''πός''': ἀντων.· ἐξιχνιαζομένη ἐν τοῖς ἐρωτηματικοῖς τύποις, ποῦ, ποῖ, πῇ, πῶς, πω, [[πόθι]], [[πόθεν]], [[πότε]], [[πότε]], [[πότερος]], [[πόστος]], [[ποῖος]], [[πόσος]], εἰς ἕκαστον δὲ τούτων ὑπάρχει [[ἀντίστοιχος]] [[τύπος]], που, ποι, πη, πως, κτλ.· ― ἐν τοῖς τύποις τούτοις τὸ π παρὰ τοῖς Ἴωσι παρίσταται διὰ τοῦ κ. [[οἷον]] κοῦ, κοῖ, κτλ.· οἱ ἰσοδύναμοι τύποι ἐν τῇ Σανσκρ. καὶ Λατ. kas. kâ, = quis, quae? kva= qvâ? kutas-quo? kathâ = quî, quomodo? kadâ = quum? ka-tar?s = [[πότερος]], uter? ka-tamas = quis e plur bus? kati = quantus? κτλ.· πρβλ. Λιθ. kas (τίς;) kada ([[πότε]];) katras (uter?)· Γοτθ. hvas (τίς;) hvan ([[πότε]];), hvathar (Ἀγγλ. whether), κτλ. Πλὴν τούτων ὑπάρχουσι καὶ ἀναφορ. τύποι, [[ὅπου]], [[ὅποι]], ὅπη, [[ὅπως]], [[ὁπόθεν]], [[ὁποῖος]], κλπ.· παρὰ τοῖς Ἐπικ. καὶ τοῖς Αἰολεῦσι τὸ π τοῦτο διπλασιάζεται, [[ὅππως]], [[ὁππόθεν]], κλπ.· καὶ [[οὗτος]] [[εἶναι]] πιθανῶς ὁ παλαιότερος [[τύπος]], καθ’ ὃν τὸ π [[εἶναι]] [[λείψανον]] τοῦ ϝ, ὅπϝως ἢ ὅκϝως, κτλ.· ἴδε Κούρτ. ἀρ. 631). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>th.</i> πο-;<br /><i>thème du pron. relat. d’où procèdent les adj.</i> [[ποῖος]], [[πόσος]], [[πότερος]], [[πόστος]], [[πηλίκος]], <i>etc. ; les adv.</i> [[ποῦ]], [[ποῖ]], [[πῆ]], [[πόθεν]], [[πόσε]], [[πότε]], [[πως]] ; <i>d’où les composés</i> [[ὁποῖος]], [[ὁπόσος]], [[ὁπότερος]], <i>etc.</i> ; [[ὅπου]], [[ὅποι]], [[ὅπη]], <i>etc. ; avec les formes ion. correspond.</i> [[κοῖος]], [[κόσος]], [[κότερος]], <i>etc.</i> ; [[κοῦ]], κοῖ, [[κῆ]], <i>etc.</i> ; [[ὁκοῖος]], [[ὁκόσος]], <i>etc. ; cf. lat.</i> quis, quae, ubi (<i>p.</i> *cubi), uter (<i>p.</i> *cuter), <i>etc.</i> | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), Dor.
A = πούς, Choerob. in Theod.1.192, 243 H., EM635.22.
πός (B), Arc., Cypr.
A = πρός (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
πός: ἀντων.· ἐξιχνιαζομένη ἐν τοῖς ἐρωτηματικοῖς τύποις, ποῦ, ποῖ, πῇ, πῶς, πω, πόθι, πόθεν, πότε, πότε, πότερος, πόστος, ποῖος, πόσος, εἰς ἕκαστον δὲ τούτων ὑπάρχει ἀντίστοιχος τύπος, που, ποι, πη, πως, κτλ.· ― ἐν τοῖς τύποις τούτοις τὸ π παρὰ τοῖς Ἴωσι παρίσταται διὰ τοῦ κ. οἷον κοῦ, κοῖ, κτλ.· οἱ ἰσοδύναμοι τύποι ἐν τῇ Σανσκρ. καὶ Λατ. kas. kâ, = quis, quae? kva= qvâ? kutas-quo? kathâ = quî, quomodo? kadâ = quum? ka-tar?s = πότερος, uter? ka-tamas = quis e plur bus? kati = quantus? κτλ.· πρβλ. Λιθ. kas (τίς;) kada (πότε;) katras (uter?)· Γοτθ. hvas (τίς;) hvan (πότε;), hvathar (Ἀγγλ. whether), κτλ. Πλὴν τούτων ὑπάρχουσι καὶ ἀναφορ. τύποι, ὅπου, ὅποι, ὅπη, ὅπως, ὁπόθεν, ὁποῖος, κλπ.· παρὰ τοῖς Ἐπικ. καὶ τοῖς Αἰολεῦσι τὸ π τοῦτο διπλασιάζεται, ὅππως, ὁππόθεν, κλπ.· καὶ οὗτος εἶναι πιθανῶς ὁ παλαιότερος τύπος, καθ’ ὃν τὸ π εἶναι λείψανον τοῦ ϝ, ὅπϝως ἢ ὅκϝως, κτλ.· ἴδε Κούρτ. ἀρ. 631).
French (Bailly abrégé)
th. πο-;
thème du pron. relat. d’où procèdent les adj. ποῖος, πόσος, πότερος, πόστος, πηλίκος, etc. ; les adv. ποῦ, ποῖ, πῆ, πόθεν, πόσε, πότε, πως ; d’où les composés ὁποῖος, ὁπόσος, ὁπότερος, etc. ; ὅπου, ὅποι, ὅπη, etc. ; avec les formes ion. correspond. κοῖος, κόσος, κότερος, etc. ; κοῦ, κοῖ, κῆ, etc. ; ὁκοῖος, ὁκόσος, etc. ; cf. lat. quis, quae, ubi (p. *cubi), uter (p. *cuter), etc.