προβατεία: Difference between revisions
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προβᾰτεία''': ἡ, ([[προβατεύω]]) τὸ φυλάττειν πρόβατα καὶ ἐπιμελεῖσθαι αὐτῶν, ὁ [[βίος]] τοῦ ποιμένος, τὸ [[ἐπάγγελμα]] [[αὐτοῦ]], Πλουτ. Σόλων 23, Ποπλικ. 11, Α. Β. 294. ΙΙ. [[περιουσία]] εἰς πρόβατα συνισταμένη ἢ βοσκήματα, [[ποίμνιον]] προβάτων, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν [[πρόσβασις]], Στράβ. 546, Αἰλ. π. Ζ. 4. 32, κτλ. | |lstext='''προβᾰτεία''': ἡ, ([[προβατεύω]]) τὸ φυλάττειν πρόβατα καὶ ἐπιμελεῖσθαι αὐτῶν, ὁ [[βίος]] τοῦ ποιμένος, τὸ [[ἐπάγγελμα]] [[αὐτοῦ]], Πλουτ. Σόλων 23, Ποπλικ. 11, Α. Β. 294. ΙΙ. [[περιουσία]] εἰς πρόβατα συνισταμένη ἢ βοσκήματα, [[ποίμνιον]] προβάτων, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν [[πρόσβασις]], Στράβ. 546, Αἰλ. π. Ζ. 4. 32, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de garder des brebis, profession de berger;<br /><b>2</b> fortune consistant en troupeaux, en bétail.<br />'''Étymologie:''' [[προβατεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A keeping of sheep, SIG1165.4 (Dodona), J.AJ1.2.2, AB294: pl., Plu.Sol.23, Publ.11. II property in cattle, flock of sheep, Str.12.3.13, Ael.NA4.32 (pl.), etc.
German (Pape)
[Seite 710] ἡ, das Viehhalten, Plut. Sol. 33, neben κτηνοτροφία, Popl. 11; vgl. Poll. 7, 184; Besitz von Vieh, bes. Schafheerden, dem hom. πρόβασις entsprechend, Strab. 12, 3, 13; Ael. H. A. 4, 32.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτεία: ἡ, (προβατεύω) τὸ φυλάττειν πρόβατα καὶ ἐπιμελεῖσθαι αὐτῶν, ὁ βίος τοῦ ποιμένος, τὸ ἐπάγγελμα αὐτοῦ, Πλουτ. Σόλων 23, Ποπλικ. 11, Α. Β. 294. ΙΙ. περιουσία εἰς πρόβατα συνισταμένη ἢ βοσκήματα, ποίμνιον προβάτων, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν πρόσβασις, Στράβ. 546, Αἰλ. π. Ζ. 4. 32, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 action de garder des brebis, profession de berger;
2 fortune consistant en troupeaux, en bétail.
Étymologie: προβατεύω.