προσεάω: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσεάω''': ἀφίνω νὰ προχωρήσῃ τις περαιτέρω, μὴ προσεῶντος ἡμᾶς τοῦ ἀνέμου Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 7. | |lstext='''προσεάω''': ἀφίνω νὰ προχωρήσῃ τις περαιτέρω, μὴ προσεῶντος ἡμᾶς τοῦ ἀνέμου Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-εῶ;<br />permettre en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
A suffer to go further, μὴ -εῶντος ἡμᾶς τοῦ ἀνέμου Act.Ap. 27.7. 2 permit as well, PLond.5.1790.7 (v/vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 756] (s. ἐάω), dazu heranlassen, herankommen lassen, zugeben, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
προσεάω: ἀφίνω νὰ προχωρήσῃ τις περαιτέρω, μὴ προσεῶντος ἡμᾶς τοῦ ἀνέμου Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 7.