προσυπάρχω: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσυπάρχω''': [[ὑπάρχω]] [[προσέτι]], οὐδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν ἐμοί, [[προσέτι]] δὲ οὐδὲ νὰ ταφῶ ἠδυνάμην, Δημ. 549. 12, πρβλ. Ἀριστ. π. Γενέσ. καὶ Φθορ. 2. 9, 2. | |lstext='''προσυπάρχω''': [[ὑπάρχω]] [[προσέτι]], οὐδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν ἐμοί, [[προσέτι]] δὲ οὐδὲ νὰ ταφῶ ἠδυνάμην, Δημ. 549. 12, πρβλ. Ἀριστ. π. Γενέσ. καὶ Φθορ. 2. 9, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=appartenir à, être donné à.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὑπάρχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
A exist besides, δεῖ τὴν τρίτην ἔτι -ειν Arist.GC 335a31; καὶ μηδὲ [ἂν] ταφῆναι προσυπῆρχεν οἴκοι μοι and it would further have been my fate not even to be buried at home, D.21.106.
German (Pape)
[Seite 785] noch dazu vorhanden sein, οὐδε ταφῆναι προσυπῆρχεν ἐμοί, dazu würde ich nicht einmal haben begraben werden können, Dem. 21, 106.
Greek (Liddell-Scott)
προσυπάρχω: ὑπάρχω προσέτι, οὐδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν ἐμοί, προσέτι δὲ οὐδὲ νὰ ταφῶ ἠδυνάμην, Δημ. 549. 12, πρβλ. Ἀριστ. π. Γενέσ. καὶ Φθορ. 2. 9, 2.