προσυνίστημι: Difference between revisions
From LSJ
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσυνίστημι''': συνιστῶ ἢ ἐπαινῶ πρότερον, Διον. Ἁλ. Τεχνη Ρητ. 10. 5, Πλούτ. 2. 19Β· - μνείαν ποιοῦμαι, [[ἀναφέρω]] πρότερον, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ι. 187. | |lstext='''προσυνίστημι''': συνιστῶ ἢ ἐπαινῶ πρότερον, Διον. Ἁλ. Τεχνη Ρητ. 10. 5, Πλούτ. 2. 19Β· - μνείαν ποιοῦμαι, [[ἀναφέρω]] πρότερον, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ι. 187. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> προσυστήσω, <i>ao.</i> προσυνέστησα, <i>etc.</i><br />recommander d’avance.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[συνίστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
A recommend or praise before, D.H.Rh.10.5, Plu.2.19b; mention before, Sch. Od.9.187.
German (Pape)
[Seite 785] (s. ἵστημι), vorher empfehlen, D. Hal. rhet. 10, 5.
Greek (Liddell-Scott)
προσυνίστημι: συνιστῶ ἢ ἐπαινῶ πρότερον, Διον. Ἁλ. Τεχνη Ρητ. 10. 5, Πλούτ. 2. 19Β· - μνείαν ποιοῦμαι, ἀναφέρω πρότερον, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ι. 187.
French (Bailly abrégé)
f. προσυστήσω, ao. προσυνέστησα, etc.
recommander d’avance.
Étymologie: πρό, συνίστημι.