προσπαρακαλέω: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσπαρακαλέω''': μέλλ. -έσω, προσκαλῶ [[προσέτι]], τοὺς ξυμμάχους, κτλ., Θουκ. 1. 67., 2. 68., 8. 98. 2) [[παραγγέλλω]] [[προσέτι]], τινα [[εἶναι]] ἑτοῖμον Πολύβ. 3. 64, 11, πρβλ. Λουκ. Ψευδολογ. 2. | |lstext='''προσπαρακαλέω''': μέλλ. -έσω, προσκαλῶ [[προσέτι]], τοὺς ξυμμάχους, κτλ., Θουκ. 1. 67., 2. 68., 8. 98. 2) [[παραγγέλλω]] [[προσέτι]], τινα [[εἶναι]] ἑτοῖμον Πολύβ. 3. 64, 11, πρβλ. Λουκ. Ψευδολογ. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />appeler <i>ou</i> inviter en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[παρακαλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
A call in besides, invite, τοὺς ξυμμάχους Th.1.67, cf. 2.68, 8.98, Luc.Pseudol.2. 2 exhort besides, τινὰς εἶναι ἑτοίμους Plb.3.64.11; Νίκωνα περὶ τῆς λογείας PTeb.58.54 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 776] (s. καλέω), noch dazu rufen, ermuntern, Thuc. 1, 67; med., 2, 68; Sp., wie Pol. 3, 64, 11, Luc. Pseudol. 2.
Greek (Liddell-Scott)
προσπαρακαλέω: μέλλ. -έσω, προσκαλῶ προσέτι, τοὺς ξυμμάχους, κτλ., Θουκ. 1. 67., 2. 68., 8. 98. 2) παραγγέλλω προσέτι, τινα εἶναι ἑτοῖμον Πολύβ. 3. 64, 11, πρβλ. Λουκ. Ψευδολογ. 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
appeler ou inviter en outre.
Étymologie: πρός, παρακαλέω.