σκαλαθυρμάτιον: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκᾰλᾰθυρμάτιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ σκαλάθυρμα (μνημονεύεται παρὰ Φωτ. καὶ Ἡσυχ.), [[λεπτολόγος]] εὐφυΐα ἢ [[τέχνη]], μικρὰ σοφιστικὴ [[παιδιά]], [[μικρολογία]], Ἀριστοφ. Νεφ. 630.
|lstext='''σκᾰλᾰθυρμάτιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ σκαλάθυρμα (μνημονεύεται παρὰ Φωτ. καὶ Ἡσυχ.), [[λεπτολόγος]] εὐφυΐα ἢ [[τέχνη]], μικρὰ σοφιστικὴ [[παιδιά]], [[μικρολογία]], Ἀριστοφ. Νεφ. 630.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[σκαλάθυρμα]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰλᾰθυρμάτιον Medium diacritics: σκαλαθυρμάτιον Low diacritics: σκαλαθυρμάτιον Capitals: ΣΚΑΛΑΘΥΡΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: skalathyrmátion Transliteration B: skalathyrmation Transliteration C: skalathyrmation Beta Code: skalaqurma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of σκαλάθυρμα (cited in Hsch. and Phot.),

   A trifling subtlety or technicality, petty quibble, Ar.Nu.630.

German (Pape)

[Seite 888] τό, dim. von σκαλάθυρμα, kleine spitzfindige Grübelei od. Posse, Ar. Nubb. 620, wo der Schol. auch eine Anspielung auf ἄθυρμα darin findet.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰλᾰθυρμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκαλάθυρμα (μνημονεύεται παρὰ Φωτ. καὶ Ἡσυχ.), λεπτολόγος εὐφυΐα ἢ τέχνη, μικρὰ σοφιστικὴ παιδιά, μικρολογία, Ἀριστοφ. Νεφ. 630.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de σκαλάθυρμα.