σκότωσις: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκότωσις''': ἡ, ([[σκοτόω]]) σκότισις, [[ἔκλειψις]], μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις Πλούτ. 2. 414D. II. [[σκοτοδινία]], [[ἴλιγγος]], vertigo, Γαλην., Θεόφιλ. Πρωτοσπ. σ. 133· πρβλ. [[σκότωμα]]. | |lstext='''σκότωσις''': ἡ, ([[σκοτόω]]) σκότισις, [[ἔκλειψις]], μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις Πλούτ. 2. 414D. II. [[σκοτοδινία]], [[ἴλιγγος]], vertigo, Γαλην., Θεόφιλ. Πρωτοσπ. σ. 133· πρβλ. [[σκότωμα]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de couvrir de ténèbres.<br />'''Étymologie:''' [[σκοτόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A darkening, eclipse, μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις Plu.2.414d. II dizziness, vertigo, Stoic.3.57, Erot. s.v. δῖνος, Gal. 19.417: metaph., ἄγνοια καὶ σ. Porph.Sent.29.
German (Pape)
[Seite 906] ἡ, Verfinsterung, Plut. det. or. 9; Schwindel, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
σκότωσις: ἡ, (σκοτόω) σκότισις, ἔκλειψις, μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις Πλούτ. 2. 414D. II. σκοτοδινία, ἴλιγγος, vertigo, Γαλην., Θεόφιλ. Πρωτοσπ. σ. 133· πρβλ. σκότωμα.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de couvrir de ténèbres.
Étymologie: σκοτόω.