στάδιος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στάδιος''': [ᾰ], -α, -ον, (√ΣΤΑ, [[ἵστημι]]) ὁ ἱστάμενος, [[σταθερός]], [[εὐσταθής]], [[σταδίη]] [[ὑσμίνη]], [[μάχη]] ἐκ τοῦ [[συστάδην]], Λατιν. Pugna sataria, Ἰλ. Ν. 314, 713, πρβλ. Θουκ. 4. 38· ἐν σταδίῃ (ἐξυπακ. ὑσμίνῃ) Ἰλ. Η. 241, Ν. 514· ἡ στ. [[μάχη]] Ἀθήν. 273Ε· πρβλ. [[σταδαῖος]]· πῖδαξ [[σταδίη]] μένει, ἐπὶ πηγῆς ἐξ ἧς δὲν ῥέει [[ὕδωρ]], Ὀππ. Κ. 4. 326. 2) [[σταθερός]], [[συμπαγής]], [[ἰσχυρός]], θάλαμοι Πινδ. Ο. 5. 29· τὸ [[στάδιον]], τὸ ἀκίνητον, Δίων Κ. 39. 43. 3) ὁ ἱστάμενος [[ὄρθιος]] ἢ [[εὐθύς]], στ. χιτὼν = ὀρθοσταδίας, χιτὼν [[ἄζωστος]], κρεμάμενος κατ’ εὐθείας πτυχάς, Καλλ. Ἀποσπ. 59, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 238· θώραξ στ .. [[ἄκαμπτος]] θώραξ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ στρεπτὸς ἢ [[ἁλυσιδωτός]], Müller Archäol. d. Kunst. § 337. 3., 342. 4. II. ([[ἵστημι]] Α. IV) «ζυγισμένος», Νικ. Ἀλεξιφ. 402.
|lstext='''στάδιος''': [ᾰ], -α, -ον, (√ΣΤΑ, [[ἵστημι]]) ὁ ἱστάμενος, [[σταθερός]], [[εὐσταθής]], [[σταδίη]] [[ὑσμίνη]], [[μάχη]] ἐκ τοῦ [[συστάδην]], Λατιν. Pugna sataria, Ἰλ. Ν. 314, 713, πρβλ. Θουκ. 4. 38· ἐν σταδίῃ (ἐξυπακ. ὑσμίνῃ) Ἰλ. Η. 241, Ν. 514· ἡ στ. [[μάχη]] Ἀθήν. 273Ε· πρβλ. [[σταδαῖος]]· πῖδαξ [[σταδίη]] μένει, ἐπὶ πηγῆς ἐξ ἧς δὲν ῥέει [[ὕδωρ]], Ὀππ. Κ. 4. 326. 2) [[σταθερός]], [[συμπαγής]], [[ἰσχυρός]], θάλαμοι Πινδ. Ο. 5. 29· τὸ [[στάδιον]], τὸ ἀκίνητον, Δίων Κ. 39. 43. 3) ὁ ἱστάμενος [[ὄρθιος]] ἢ [[εὐθύς]], στ. χιτὼν = ὀρθοσταδίας, χιτὼν [[ἄζωστος]], κρεμάμενος κατ’ εὐθείας πτυχάς, Καλλ. Ἀποσπ. 59, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 238· θώραξ στ .. [[ἄκαμπτος]] θώραξ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ στρεπτὸς ἢ [[ἁλυσιδωτός]], Müller Archäol. d. Kunst. § 337. 3., 342. 4. II. ([[ἵστημι]] Α. IV) «ζυγισμένος», Νικ. Ἀλεξιφ. 402.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>α, ον :<br />qui se tient debout ; stable, ferme : σταδία [[μάχη]] THC combat de pied ferme ; [[σταδίη]] <i>(ion.)</i> [[ὑσμίνη]] <i>m. sign. ; subst.</i> [[ἐν]] σταδίῃ IL dans un combat de pied ferme.<br />'''Étymologie:''' v. [[ἵστημι]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[στάδιον]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στάδιος Medium diacritics: στάδιος Low diacritics: στάδιος Capitals: ΣΤΑΔΙΟΣ
Transliteration A: stádios Transliteration B: stadios Transliteration C: stadios Beta Code: sta/dios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, (ἵστημι)

   A standing fast and firm, σ. ὑσμίνη close fight, fought hand to hand, Il.13.314,713, cf. Th.4.38; ἐνὶ σταδίῃ (sc. ὑσμίνῃ) Il.7.241, cf. 13.514; ἡ σ. μάχη Ath.6.273f, cf. σταδαῖος; [πῖδαξ] σταδίη μένει, of a spring from which no water flows, Opp.C.4.326.    2 firm, fixed, θάλαμοι Pi.O.5.13: τὸ σ. immobility, D.C.39.43.    3 standing upright or straight, σ. χιτών,= ὀρθοστάδιον, an ungirt tunic hanging in straight plaits, Call.Fr.59, cf. στατός; θώραξ σ. a stiff breastplate, plate-armour, opp. στρεπτός or ἁλυσιδωτός, A.R.3.1226 (v. Sch.).    II (ἵστημι A.IV) weighed, Nic.Al.402 (στήδην cj. Bentley).

German (Pape)

[Seite 927] ὁ, s. στάδιον. 1) stehend; σταδίη ὑσμίνη, die stehende, offene Feldschlacht, ein geordnetes Gefecht, in welchem die Kämpfenden handgemein werden, im Ggstz zu den Streifereien od. Scharmützeln, Il. 13, 314. 713; auch ἐν σταδίῃ, ohne ὑσμίνῃ, 7, 241. 13, 514. 15, 283; u. so auch in Prosa, ἡ μάχη οὐ σταδία ἦν, Thuc. 4, 38; – unbeweglich, πῖδαξ σταδίη μένει, Opp. Cyn. 4, 326. – 2) grade, aufrecht stehend, steif, was sich nicht zusammenlegen od.- falten läßt; χιτών, = ὀρθοσταδίας, ein langes, grade herabgehendes, ungegürtetes Gewand, s. Lob. Phryn. 238; θώραξ, ein steifer Panzer ohne Gelenke, Ggstz ἀλυσιδωτός, vgl. Schol. Ap. Rh. 3, 1225. – 3) zugewogen, Nic. Al. 402.

Greek (Liddell-Scott)

στάδιος: [ᾰ], -α, -ον, (√ΣΤΑ, ἵστημι) ὁ ἱστάμενος, σταθερός, εὐσταθής, σταδίη ὑσμίνη, μάχη ἐκ τοῦ συστάδην, Λατιν. Pugna sataria, Ἰλ. Ν. 314, 713, πρβλ. Θουκ. 4. 38· ἐν σταδίῃ (ἐξυπακ. ὑσμίνῃ) Ἰλ. Η. 241, Ν. 514· ἡ στ. μάχη Ἀθήν. 273Ε· πρβλ. σταδαῖος· πῖδαξ σταδίη μένει, ἐπὶ πηγῆς ἐξ ἧς δὲν ῥέει ὕδωρ, Ὀππ. Κ. 4. 326. 2) σταθερός, συμπαγής, ἰσχυρός, θάλαμοι Πινδ. Ο. 5. 29· τὸ στάδιον, τὸ ἀκίνητον, Δίων Κ. 39. 43. 3) ὁ ἱστάμενος ὄρθιοςεὐθύς, στ. χιτὼν = ὀρθοσταδίας, χιτὼν ἄζωστος, κρεμάμενος κατ’ εὐθείας πτυχάς, Καλλ. Ἀποσπ. 59, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 238· θώραξ στ .. ἄκαμπτος θώραξ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ στρεπτὸς ἢ ἁλυσιδωτός, Müller Archäol. d. Kunst. § 337. 3., 342. 4. II. (ἵστημι Α. IV) «ζυγισμένος», Νικ. Ἀλεξιφ. 402.

French (Bailly abrégé)

1α, ον :
qui se tient debout ; stable, ferme : σταδία μάχη THC combat de pied ferme ; σταδίη (ion.) ὑσμίνη m. sign. ; subst. ἐν σταδίῃ IL dans un combat de pied ferme.
Étymologie: v. ἵστημι.
2ου (ὁ) :
c. στάδιον.