στέλεχος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στέλεχος''': τό, καὶ ὁ, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 8, [[Πολυδ]]. Ι΄, 166· (ἴδε ἐν λέξ. [[στέλλω]])· ― ἡ κορυφὴ ἢ [[στεφάνη]] τῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ [[πρέμνον]] ἢ ὁ κορμὸς ἄρχεται φυόμενος, Λατ. codex, δρυὸς ἐν στελέχει Πινδ. Ν. 10. 115, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 55. 2) [[καθόλου]], [[κορμός]], [[ξύλον]], στελέχη φέρειν, ”portare fustes”, Ἀριστοφ. Λυσ. 336· ἐκπρεμνίζειν στελέχη Δημ. 1073, 27· εἰσδύεσθαι εἰς τὰ στ., ἐπὶ κοίλων κορμῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 7. 3) μεταφορ., [[ἄνθρωπος]] [[βλάξ]], «κούτσουρο», «γομάρι», (ὡς τὸ Λατ. stipes), Λύσιππ. ἐν Ἀδήλ. 1.
|lstext='''στέλεχος''': τό, καὶ ὁ, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 8, [[Πολυδ]]. Ι΄, 166· (ἴδε ἐν λέξ. [[στέλλω]])· ― ἡ κορυφὴ ἢ [[στεφάνη]] τῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ [[πρέμνον]] ἢ ὁ κορμὸς ἄρχεται φυόμενος, Λατ. codex, δρυὸς ἐν στελέχει Πινδ. Ν. 10. 115, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 55. 2) [[καθόλου]], [[κορμός]], [[ξύλον]], στελέχη φέρειν, ”portare fustes”, Ἀριστοφ. Λυσ. 336· ἐκπρεμνίζειν στελέχη Δημ. 1073, 27· εἰσδύεσθαι εἰς τὰ στ., ἐπὶ κοίλων κορμῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 7. 3) μεταφορ., [[ἄνθρωπος]] [[βλάξ]], «κούτσουρο», «γομάρι», (ὡς τὸ Λατ. stipes), Λύσιππ. ἐν Ἀδήλ. 1.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />base de la tige <i>ou</i> du tronc ; tige, tronc ; souche.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[στελεά]].<br /><span class="bld">2</span><i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><i>c.</i> [[στέλεχος]]¹.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[στελεά]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέλεχος Medium diacritics: στέλεχος Low diacritics: στέλεχος Capitals: ΣΤΕΛΕΧΟΣ
Transliteration A: stélechos Transliteration B: stelechos Transliteration C: stelechos Beta Code: ste/lexos

English (LSJ)

εος, τό, also ὁ Luc.VH1.8, Poll.10.166, cj. in Alciphr. 3.55:—

   A crown of the root, whence the stem or trunk springs, δρυὸς ἐν στελέχει Pi.N.10.61, cf. Hdt.8.55, Arist.Ath.60.2; αἴγειρος . . δεδιχασμένη ἑνὸς ἐκ στελέχους Lyr. in Philol.80.334.    2 trunk, log, στελέχη φέρειν Ar.Lys.336 (lyr.); ἐκπρεμνίζειν στελέχη D.43.69; εἰσδυόμενος εἰς τὰ σ., of hollow trunks, Arist.HA559a10; κύων σ. ἔτεκε Hecat.15 J.    3 metaph., blockhead, Lysipp.7.

German (Pape)

[Seite 933] τό, das Stammende, unten an der Wurzel, der Stamm; δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους, Pind. N. 10, 61; Her. 8, 55; Klotz, Block, Ar. Lys. 336, ἐκπρεμνίζειν στελέχη, Dem. 43, 69, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στέλεχος: τό, καὶ ὁ, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 8, Πολυδ. Ι΄, 166· (ἴδε ἐν λέξ. στέλλω)· ― ἡ κορυφὴ ἢ στεφάνη τῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ πρέμνον ἢ ὁ κορμὸς ἄρχεται φυόμενος, Λατ. codex, δρυὸς ἐν στελέχει Πινδ. Ν. 10. 115, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 55. 2) καθόλου, κορμός, ξύλον, στελέχη φέρειν, ”portare fustes”, Ἀριστοφ. Λυσ. 336· ἐκπρεμνίζειν στελέχη Δημ. 1073, 27· εἰσδύεσθαι εἰς τὰ στ., ἐπὶ κοίλων κορμῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 7. 3) μεταφορ., ἄνθρωπος βλάξ, «κούτσουρο», «γομάρι», (ὡς τὸ Λατ. stipes), Λύσιππ. ἐν Ἀδήλ. 1.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
base de la tige ou du tronc ; tige, tronc ; souche.
Étymologie: DELG v. στελεά.
2ion. -εος, att. -ους (τό) :
c. στέλεχος¹.
Étymologie: DELG v. στελεά.