στηρίζω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στηρίζω''': Σοφ. κλπ.· μέλλ. -ίξω. -ίσω, -ιῶἅπαντα παρὰ τοῖς Ἑβδ.·-ἀόρ. ἐστήριξα Ἰλ., Ἐπικ. στήριξα, ἀπαρ. στηρίξαι Ὀδ. Μ. 434, Θουκ. 2.49· μεταγενέστ. ἐστήρισα Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 98, στηρισάτω Ἀνθ. Π. 14. 72. - Μέσ., ἀόρ. ἐστηριξάμην Ἰλ., Ἱππ., κλπ., ἴδε κατωτ. - Παθ., μέλλ. στηριχθήσομαι Γαλην.· ἀόρ. ἐστηρίχθην Τυρταῖ. 8. 22, Ἱππ. 898Β· πρκμ. ἐστήριγμαι Ἡσ. Θ. 779, Ἱππ., κλπ.· ὑπερσ. ἐστήρικτο Ἰλ. Π. 111, Ἡσίοδ., κλπ. (Ἐκ τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι). Στηρίζω ἀσφαλῶς, στερεώνω, [[ὑποστηρίζω]], τοποθετῶ, ἴριδας ἐν νέφει στήριξε, ἔστησεν ἴριδας εἰς τὸ σύννεφον, Ἰλ. Λ. 28· οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη, περὶ τῆς Ἔριδος, Δ. 443· στηρίζειν αὐτὸ αὐτὸ φησι τὸ ἄπειρον (δηλ. ὁ Ἀναξαγόρας) Ἀριστ. Φυσ. 3.5, 17· στ. σήματ’ ἐν οὐρανῷ Ἄρατ. 10· - οὕτω πιθ., λίθον κατὰ χθονός ἐστ., ἔστησε στερεῶς εἰς τὸ [[ἔδαφος]], Ἡσ. Θ. 498· βάσιν ἐστήριξαν Νικ. Ἀποσπ. 2.49. 2) [[ὑποστηρίζω]], ἐνδυναμώνω, σίτῳ τινὰ Ἑβδ. (Γέν. ΚΖ΄, 37)· μεταφορ., [[ἐνισχύω]], στερεώνω, τὴν ἀρχὴν Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 98· τοὺς ἀδελφοὺς Εὐαγγ. κ. Λουκ. κβ΄, 32, πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. β΄, 17. 3) Μέσ. ὡς τὸ ἐνεργ., [[στηρίζω]], θεμελιώνω, στερεώνω δι’ ἐμαυτόν, κόσμον ἑαῖς στηρίξατο βουλαῖς Ὀρφ. Ἀποσπ. 5· [[πόδα]] ἐπὶ γαίης Ἀνθ. Π. 14. 72· στηρίξατο [[κῦμα]] νήνεμον, καθησύχασε τὸ [[κῦμα]] εἰς γαλήνην, [[αὐτόθι]] 9. 271. Β. Παθ. καὶ μέσ., στερεῶς τοποθετοῦμαι, ἐμπήγομαι, ἵσταμαι στερεῶς ἢ εὐσταθῶς, οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι, δηλ. δὲν εἶχε [[μέρος]] στερεὸν νὰ στηρίξῃ τοὺς πόδας του, Ἰλ. Φ. 242, πρβλ. Πλουτ. Εὐμ. 11· οὐδαμῇ ἐστήρικτο, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 218· δώματα κίοσιν πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται, ὁ [[οἶκος]] ὑψοῦται πρὸς τὸν οὐρανὸν στηριζόμενος ἐπὶ κιόνων, ὁ αὐτ. ἐν Θεογ. 779· [[οὕτως]], ὀρθὴ δ’ ἐς ὀρθὴν αἰθέρ’ ἐστηρίξατο Εὐρ. Βάκχ. 1073· στηριχθεὶς ἐπὶ γῆς Τυρταῖ. 7. 32· πρὸς τῇ γῇ Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 5, 15· στηρίζεσθαι ἰσχυρῶς τῇ πτέρνῃ, [[στηρίζω]] ὅλον μου τὸ βάρος εἰς τὴν πτέρναν πηδῶν, Ἱππ. Ἀγμ. 759, π. Ἄρθρ. 840· ὗβον, ἐφ’ οὗ ἐστήρικται τὸ [[ἄλλο]] [[σῶμα]], [[εἶναι]] ἐστερεωμένον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2.1, 24· [[ἄμπελος]] κάμακι στ. Ἀνθ. Π. 7. 731· - ἐπὶ τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων, Ἄρατ. 230, 274, κτλ.· ἀντίθετον τῷ ἀκοντίζεσθαι, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 4, 23· - [[πέτρος]] ἐστήρικται Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 23· [[χάσμα]] μέγα ἐστ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. ις΄, 26· ἐπὶ τόπων [[ἁπλῶς]], [[κεῖμαι]], εὑρίσκομαι, Διον. Π. 204, κτλ. 2) μεταφορ., κακὸν κακῷ ἐστήρικτο, εἶχε στηριχθῇ, ἐπισωρευθῇ, Ἰλ. Π. 111· τί τοι [[χόλος]] ἐστήρικται; Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 816· [[δέκατος]] μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο, ὁ [[δέκατος]] μὴν εἶχε τεθῇ εἰς τὸν οὐρανόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 11· ἐπὶ προσώπου, [[ὅπου]].. στηρίζει ποτέ, ὁπουδήποτε παραμένεις, Σοφ. Αἴ. 195. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἀμεταβάτως ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, [[οὐδέ]] πῃ εἶχον στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον Ὀδ. Μ. 434 (ὡς τὸ στηρίξασθαι ἐν Ἰλ. Φ. 242, ἴδε ἀνωτ.)· [[κῦμα]] οὐρανῷ στηρίζων, ὑψούμενον πρὸς τὸν οὐρανόν, Εὐρ. Ἱππ. 1207· καὶ μεταφορ., [[κλέος]] οὐρανῷ στηρίζον ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 972, ἴδε Elmsl.· πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριξε φῶς [[αὐτόθι]] 1081, πρβλ. Πλουτ. Σύλλ. 6. 2) ἐπὶ νόσων, [[καταλήγω]], [[ἀπολήγω]], ἐκφαίνομαι εἴς τι [[μέλος]] τοῦ σώματος, καταντῶ που, [[ὁπότε]] εἰς τὴν καρδίαν στηρίξαι (ἐξυπακ. ἡ [[νόσος]]) Θουκ. 2. 49· [[ἐνταῦθα]] στ. ἡ [[νοῦσος]] Ἱππ. Ἀφ. 1250· [[βέλος]] ὁ αὐτ. ἐν Κεφ. Τρωμ. 904, κτλ.· πρβλ. [[στήριξις]] 2· - ὁ Ἀρετ. (π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5) ἔχει τὸ [[ῥῆμα]] ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης ἐν τῷ παθητ. 3) ἐπὶ τῶν οὐρανίων σωμάτων, παύομαι κινούμενος, «σταματῶ», [[ἡσυχάζω]], Πλούτ. 2. 76D, κτλ. 4) μεταφορ., στ. ἐπὶ δόγματος Διογ. Λ. 2. 136.
|lstext='''στηρίζω''': Σοφ. κλπ.· μέλλ. -ίξω. -ίσω, -ιῶἅπαντα παρὰ τοῖς Ἑβδ.·-ἀόρ. ἐστήριξα Ἰλ., Ἐπικ. στήριξα, ἀπαρ. στηρίξαι Ὀδ. Μ. 434, Θουκ. 2.49· μεταγενέστ. ἐστήρισα Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 98, στηρισάτω Ἀνθ. Π. 14. 72. - Μέσ., ἀόρ. ἐστηριξάμην Ἰλ., Ἱππ., κλπ., ἴδε κατωτ. - Παθ., μέλλ. στηριχθήσομαι Γαλην.· ἀόρ. ἐστηρίχθην Τυρταῖ. 8. 22, Ἱππ. 898Β· πρκμ. ἐστήριγμαι Ἡσ. Θ. 779, Ἱππ., κλπ.· ὑπερσ. ἐστήρικτο Ἰλ. Π. 111, Ἡσίοδ., κλπ. (Ἐκ τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι). Στηρίζω ἀσφαλῶς, στερεώνω, [[ὑποστηρίζω]], τοποθετῶ, ἴριδας ἐν νέφει στήριξε, ἔστησεν ἴριδας εἰς τὸ σύννεφον, Ἰλ. Λ. 28· οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη, περὶ τῆς Ἔριδος, Δ. 443· στηρίζειν αὐτὸ αὐτὸ φησι τὸ ἄπειρον (δηλ. ὁ Ἀναξαγόρας) Ἀριστ. Φυσ. 3.5, 17· στ. σήματ’ ἐν οὐρανῷ Ἄρατ. 10· - οὕτω πιθ., λίθον κατὰ χθονός ἐστ., ἔστησε στερεῶς εἰς τὸ [[ἔδαφος]], Ἡσ. Θ. 498· βάσιν ἐστήριξαν Νικ. Ἀποσπ. 2.49. 2) [[ὑποστηρίζω]], ἐνδυναμώνω, σίτῳ τινὰ Ἑβδ. (Γέν. ΚΖ΄, 37)· μεταφορ., [[ἐνισχύω]], στερεώνω, τὴν ἀρχὴν Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 98· τοὺς ἀδελφοὺς Εὐαγγ. κ. Λουκ. κβ΄, 32, πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. β΄, 17. 3) Μέσ. ὡς τὸ ἐνεργ., [[στηρίζω]], θεμελιώνω, στερεώνω δι’ ἐμαυτόν, κόσμον ἑαῖς στηρίξατο βουλαῖς Ὀρφ. Ἀποσπ. 5· [[πόδα]] ἐπὶ γαίης Ἀνθ. Π. 14. 72· στηρίξατο [[κῦμα]] νήνεμον, καθησύχασε τὸ [[κῦμα]] εἰς γαλήνην, [[αὐτόθι]] 9. 271. Β. Παθ. καὶ μέσ., στερεῶς τοποθετοῦμαι, ἐμπήγομαι, ἵσταμαι στερεῶς ἢ εὐσταθῶς, οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι, δηλ. δὲν εἶχε [[μέρος]] στερεὸν νὰ στηρίξῃ τοὺς πόδας του, Ἰλ. Φ. 242, πρβλ. Πλουτ. Εὐμ. 11· οὐδαμῇ ἐστήρικτο, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 218· δώματα κίοσιν πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται, ὁ [[οἶκος]] ὑψοῦται πρὸς τὸν οὐρανὸν στηριζόμενος ἐπὶ κιόνων, ὁ αὐτ. ἐν Θεογ. 779· [[οὕτως]], ὀρθὴ δ’ ἐς ὀρθὴν αἰθέρ’ ἐστηρίξατο Εὐρ. Βάκχ. 1073· στηριχθεὶς ἐπὶ γῆς Τυρταῖ. 7. 32· πρὸς τῇ γῇ Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 5, 15· στηρίζεσθαι ἰσχυρῶς τῇ πτέρνῃ, [[στηρίζω]] ὅλον μου τὸ βάρος εἰς τὴν πτέρναν πηδῶν, Ἱππ. Ἀγμ. 759, π. Ἄρθρ. 840· ὗβον, ἐφ’ οὗ ἐστήρικται τὸ [[ἄλλο]] [[σῶμα]], [[εἶναι]] ἐστερεωμένον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2.1, 24· [[ἄμπελος]] κάμακι στ. Ἀνθ. Π. 7. 731· - ἐπὶ τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων, Ἄρατ. 230, 274, κτλ.· ἀντίθετον τῷ ἀκοντίζεσθαι, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 4, 23· - [[πέτρος]] ἐστήρικται Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 23· [[χάσμα]] μέγα ἐστ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. ις΄, 26· ἐπὶ τόπων [[ἁπλῶς]], [[κεῖμαι]], εὑρίσκομαι, Διον. Π. 204, κτλ. 2) μεταφορ., κακὸν κακῷ ἐστήρικτο, εἶχε στηριχθῇ, ἐπισωρευθῇ, Ἰλ. Π. 111· τί τοι [[χόλος]] ἐστήρικται; Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 816· [[δέκατος]] μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο, ὁ [[δέκατος]] μὴν εἶχε τεθῇ εἰς τὸν οὐρανόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 11· ἐπὶ προσώπου, [[ὅπου]].. στηρίζει ποτέ, ὁπουδήποτε παραμένεις, Σοφ. Αἴ. 195. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἀμεταβάτως ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, [[οὐδέ]] πῃ εἶχον στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον Ὀδ. Μ. 434 (ὡς τὸ στηρίξασθαι ἐν Ἰλ. Φ. 242, ἴδε ἀνωτ.)· [[κῦμα]] οὐρανῷ στηρίζων, ὑψούμενον πρὸς τὸν οὐρανόν, Εὐρ. Ἱππ. 1207· καὶ μεταφορ., [[κλέος]] οὐρανῷ στηρίζον ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 972, ἴδε Elmsl.· πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριξε φῶς [[αὐτόθι]] 1081, πρβλ. Πλουτ. Σύλλ. 6. 2) ἐπὶ νόσων, [[καταλήγω]], [[ἀπολήγω]], ἐκφαίνομαι εἴς τι [[μέλος]] τοῦ σώματος, καταντῶ που, [[ὁπότε]] εἰς τὴν καρδίαν στηρίξαι (ἐξυπακ. ἡ [[νόσος]]) Θουκ. 2. 49· [[ἐνταῦθα]] στ. ἡ [[νοῦσος]] Ἱππ. Ἀφ. 1250· [[βέλος]] ὁ αὐτ. ἐν Κεφ. Τρωμ. 904, κτλ.· πρβλ. [[στήριξις]] 2· - ὁ Ἀρετ. (π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5) ἔχει τὸ [[ῥῆμα]] ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης ἐν τῷ παθητ. 3) ἐπὶ τῶν οὐρανίων σωμάτων, παύομαι κινούμενος, «σταματῶ», [[ἡσυχάζω]], Πλούτ. 2. 76D, κτλ. 4) μεταφορ., στ. ἐπὶ δόγματος Διογ. Λ. 2. 136.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> στηρίξω, <i>ao.</i> ἐστήριξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> στηριχθήσομαι, <i>ao.</i> ἐστηρίχθην, <i>pf.</i> ἐστήριγμαι, <i>pqp.</i> ἐστηρίγμην;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> enfoncer solidement, fixer, appuyer : [[τι]] ἔν τινι, [[τι]] [[κατά]] τινος, [[τί]] τινι enfoncer, fixer une ch. dans, contre une autre;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i><br /><b>1</b> s’appuyer fortement : ποσίν OD sur ses pieds ; s’arrêter fixe ; οὐρανῷ EUR, πρὸς οὐρανόν PLUT <i>litt.</i> s’appuyer contre le ciel, s’élever jusqu’au ciel;<br /><b>2</b> se fixer, rester stationnaire <i>en parl. des corps célestes, d’une maladie</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> στηρίζομαι (<i>f.</i> στηρίξομαι, <i>ao.</i> ἐστηριξάμην) s’appuyer fortement : πόδεσσιν IL sur les pieds ; <i>fig.</i> κακὸν κακῷ ἐστήρικτο IL un malheur succédait à un autre (<i>litt.</i> s’appuyait sur une autre).<br />'''Étymologie:''' R. Στα ; cf. [[στερεός]].
}}
}}