φορεῖον: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φορεῖον''': τό, ([[φορά]], [[φέρω]]) [[κλινίδιον]], [[ἕδρα]] ἐφ’ ἧς καθήμενός τις μεταφέρεται, Λατ. sella. lectica, lectulus, Δείναρχ. 94. 41, Πολύβ. 31. 3, 18, Διογ. Λαέρτ. 5. 41, Πλουτ. Εὐμέν. 14, κλπ.· πρβλ. [[φοράδην]]. 2) [[κτῆνος]] πρὸς μεταφορὰν φορτίων, Ἑβδ. (Γεν. ΜΕϳ, 17). ΙΙ. μισθὸς ἀχθοφόρου, [[κόμιστρον]], [[Πολυδ]]. Ζϳ, 133.
|lstext='''φορεῖον''': τό, ([[φορά]], [[φέρω]]) [[κλινίδιον]], [[ἕδρα]] ἐφ’ ἧς καθήμενός τις μεταφέρεται, Λατ. sella. lectica, lectulus, Δείναρχ. 94. 41, Πολύβ. 31. 3, 18, Διογ. Λαέρτ. 5. 41, Πλουτ. Εὐμέν. 14, κλπ.· πρβλ. [[φοράδην]]. 2) [[κτῆνος]] πρὸς μεταφορὰν φορτίων, Ἑβδ. (Γεν. ΜΕϳ, 17). ΙΙ. μισθὸς ἀχθοφόρου, [[κόμιστρον]], [[Πολυδ]]. Ζϳ, 133.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />chaise à porteurs, litière.<br />'''Étymologie:''' [[φορεύς]].
}}
}}