χλιαίνω: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(6_23) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χλιαίνω''': μέλλ. - ᾰνῶ Ἀριστοφ. Λυσ. 386· πρκμ. [[κεχλίαγκα]] Ἡσύχ.· ἀόρ. α΄ ἐχλίηνα [[Ἑρμῆς]] παρ’ Ἀθην. 599Α· ἀπαρ. χλιῆναι Ἀνθ. Π. 9. 244. -Παθ. ἀόρ. ἐχλιάνθην, Λουκ. Ἔρωτ. 40, κλπ.· ([[χλίω]]). Θερμαίνω, σεαυτὸν Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 90· κατὰ μικρὸν χλ. τινὰ Ἀριστ. Προβλ. 8. 18· προοπτήσαντα χλιαίνειν τινά, θερμαίνειν [[πάλιν]], «ξαναζεσταίνω», Ἄλεξις ἐν «Μιλησίᾳ» 1. 11· ἀντίθετον τῷ ὀπτᾶν, Ἀριστ. Προβλ. 21. 25. -Παθ., θερμαίνομαι, [[γίνομαι]] [[θερμός]], ζεσταίνομαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 64, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 7, 2· ἐπὶ τῶν ὑπὸ πυρετοῦ προσβεβλημένων, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 143, πρβλ. 1012C. 2) [[διαθερμαίνω]], [[ἐξοργίζω]]. - Παθητ., διαθερμαίνομαι, ἐξοργίζομαι, Ἀνθ. Π. 5. 151, 165, 172., 12. 63, 125. [ῑ ἐν Ἀριστοφ. Λυσ., Ἀλέξιδι, καὶ Ἑρμησ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ῐ ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. ἔνθ’ ἀνωτ. ([[ἔνθα]] ὁ Bgk. ἐχραινόμην), καὶ ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι δακτυλικοῖς στίχοις· πρβλ. [[χλιαρός]].] | |lstext='''χλιαίνω''': μέλλ. - ᾰνῶ Ἀριστοφ. Λυσ. 386· πρκμ. [[κεχλίαγκα]] Ἡσύχ.· ἀόρ. α΄ ἐχλίηνα [[Ἑρμῆς]] παρ’ Ἀθην. 599Α· ἀπαρ. χλιῆναι Ἀνθ. Π. 9. 244. -Παθ. ἀόρ. ἐχλιάνθην, Λουκ. Ἔρωτ. 40, κλπ.· ([[χλίω]]). Θερμαίνω, σεαυτὸν Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 90· κατὰ μικρὸν χλ. τινὰ Ἀριστ. Προβλ. 8. 18· προοπτήσαντα χλιαίνειν τινά, θερμαίνειν [[πάλιν]], «ξαναζεσταίνω», Ἄλεξις ἐν «Μιλησίᾳ» 1. 11· ἀντίθετον τῷ ὀπτᾶν, Ἀριστ. Προβλ. 21. 25. -Παθ., θερμαίνομαι, [[γίνομαι]] [[θερμός]], ζεσταίνομαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 64, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 7, 2· ἐπὶ τῶν ὑπὸ πυρετοῦ προσβεβλημένων, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 143, πρβλ. 1012C. 2) [[διαθερμαίνω]], [[ἐξοργίζω]]. - Παθητ., διαθερμαίνομαι, ἐξοργίζομαι, Ἀνθ. Π. 5. 151, 165, 172., 12. 63, 125. [ῑ ἐν Ἀριστοφ. Λυσ., Ἀλέξιδι, καὶ Ἑρμησ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ῐ ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. ἔνθ’ ἀνωτ. ([[ἔνθα]] ὁ Bgk. ἐχραινόμην), καὶ ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι δακτυλικοῖς στίχοις· πρβλ. [[χλιαρός]].] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> χλιανῶ, <i>ao.</i> ἐχλίανα <i>et</i> ἐχλίηνα, <i>pf. inus.</i><br />rendre tiède, échauffer doucement, amollir par l’action d’une chaleur douce ; <i>Pass.</i> s’échauffer doucement.<br />'''Étymologie:''' [[χλίω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -ᾰνῶ Ar.Lys.386: pf. κεχλίαγκα Hsch.: Ion. aor. 1 ἐχλίηνα Hermesian.7.89: inf. χλῑῆναι AP9.244 (Apollonid.):— Pass., aor. ἐχλιάνθην, Luc.Am.40, etc.: (χλίω):—warm, σεαυτόν Ar. l. c., cf. S.Eleg.4; κατὰ μικρὸν χ. τινά Arist.Pr.888b40; χ. ἵν' ἡ ὀδύνη ἔχῃ foment the painful place, Hp.Aff.10; προοπτήσαντα χ. πάλιν warm up meat, Alex.149.11; opp. ὀπτᾶν, Arist.Pr.929b31:— Pass., warm oneself, grow warm, dub. in Ar.Ec.64 (leg. ἐχραινόμην) ; κέρατα χλιαινόμενα τῷ κηρῷ smeared with hot wax, Arist.HA595b12; οἶνος κεχλιασμένος Sor.2.87; of persons affected by fever, Hp.Coac. 154; esp. to be warmed by contact, χρωτί AP5.164, al. (Mel.): also metaph. of passion, εἰδώλοις κάλλευς κωφὰ χ. ib.12.125 (Id.). [ῑ in Ar.Lys., Alex., Hermesian., Apollonid.; ῐ in S.Eleg., Ar.Ec. l. c. (sed v. supr.), Mel.]
German (Pape)
[Seite 1358] perf. κεχλίαγκα (Hesych., der τεθέρμαγκα erkl.), wärmen, warm machen, ούκοῦν ἐπειδὴ πῦρ ἔχεις, σὺ χλιανεῖς σεαυτόν Ar. Lys. 386; von Speisen, Alexis bei Ath. VIII, 379 b; auch durch Wärme erweichen, auflösen; oft in der Anth.: χρωτὶ χλιαινόμενος Mel. 13 (XII, 63), vgl. 81. 93. 102 (V, 172. 151. 165); χλιῆναι γόνυ Apollnds. 15 (IX, 244); χλιαινομένη κάλλεος εἰδώλοις 24 (VII, 125); χλιαινόμενον παιδὸς σαρκί Ep. ad. 33 (XII, 136); u. in später Prosa, wie Luc. Lex. 14 Hipp. 6. – [Ι ist lang bei Ar. Lys. 386, Alexis a. a. O. u. Apollnds. 15, in den andern Stellen der Anth., wie Ar. Eccl. 64 u. Soph. bei Ath. XIII, 604 f kurz.]
Greek (Liddell-Scott)
χλιαίνω: μέλλ. - ᾰνῶ Ἀριστοφ. Λυσ. 386· πρκμ. κεχλίαγκα Ἡσύχ.· ἀόρ. α΄ ἐχλίηνα Ἑρμῆς παρ’ Ἀθην. 599Α· ἀπαρ. χλιῆναι Ἀνθ. Π. 9. 244. -Παθ. ἀόρ. ἐχλιάνθην, Λουκ. Ἔρωτ. 40, κλπ.· (χλίω). Θερμαίνω, σεαυτὸν Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 90· κατὰ μικρὸν χλ. τινὰ Ἀριστ. Προβλ. 8. 18· προοπτήσαντα χλιαίνειν τινά, θερμαίνειν πάλιν, «ξαναζεσταίνω», Ἄλεξις ἐν «Μιλησίᾳ» 1. 11· ἀντίθετον τῷ ὀπτᾶν, Ἀριστ. Προβλ. 21. 25. -Παθ., θερμαίνομαι, γίνομαι θερμός, ζεσταίνομαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 64, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 7, 2· ἐπὶ τῶν ὑπὸ πυρετοῦ προσβεβλημένων, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 143, πρβλ. 1012C. 2) διαθερμαίνω, ἐξοργίζω. - Παθητ., διαθερμαίνομαι, ἐξοργίζομαι, Ἀνθ. Π. 5. 151, 165, 172., 12. 63, 125. [ῑ ἐν Ἀριστοφ. Λυσ., Ἀλέξιδι, καὶ Ἑρμησ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ῐ ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἔνθα ὁ Bgk. ἐχραινόμην), καὶ ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι δακτυλικοῖς στίχοις· πρβλ. χλιαρός.]
French (Bailly abrégé)
f. χλιανῶ, ao. ἐχλίανα et ἐχλίηνα, pf. inus.
rendre tiède, échauffer doucement, amollir par l’action d’une chaleur douce ; Pass. s’échauffer doucement.
Étymologie: χλίω.